Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2012

Καλοί τρόποι

Casual relationships are real relationships that can incorporate feelings and require good manners and consideration.

(από το blog του Captain Awkward : http://captainawkward.com/2012/10/18/383-384-ladyboners/)

Συγκλονισμός! Πόσο σωστά τα λέει; Τόσο απλά, το διάβασα τώρα και περιγράφει με λίγες λέξεις ακριβώς αυτό που προσπαθούσα να πω με το παρακάτω ποστ (το οποίο είχα στα πρόχειρα αλλά αποφάσισα να δημοσιεύω αφού διάβασα το παραπάνω quote):

Εχω την εντύπωση ότι με την αύξηση των τυχαίων, χαλαρών, on-off και διαφόρων άλλων τύπων "μη-δεσμευτικών" σχέσεων τα τελευταία χρόνια (στην Ελλάδα τα τελευταία 20, στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο τα τελευταία 40) έχουμε ξεχάσει τους καλούς μας τρόπους.

Τι θέλω να πω: παλιότερα ο μέσος όρος των ανθρώπων συσχετίζοταν ερωτικά με πόσους να πω; Από έναν έως τρεις π.χ. ανθρώπους στην ζωή του, εκτός αν ήταν ο Δον Ζουάν, η Μεσσαλίνα, ή τελοσπάντων κάποιος ιδιαίτερα πλούσιος, όμορφος, διάσημος ή επαγγελματιας παροχέας ερωτικών υπηρεσιών.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, υπήρχε κάποιος βαθμός δεσμευτικότητας στις ερωτικές τους σχέσεις, είτε επρόκειτο για συζυγους, αρραβωνιαστικούς, εραστές ή και ακόμα παράνομους εραστές. Δεν ωραιοποιώ το παρελθόν, προφανώς υπήρχε εκμετάλλευση, βία, συμφερον και καταναγκασμός σε πολλές από αυτές τις σχέσεις. Ομως υπήρχε ένας αίσθηση υποχρέωσης απέναντι στον άλλον. Εκτός φυσικά αν ήσουν ο πλούσιος που τα έφτιαξε με (βλέπε: βίασε κατ' επανάληψη) τη υπηρέτρια, είπαμε, υπήρχε και τρομερός καταναγκασμός. Συνήθως όμως, όλοι όφειλαν μια εξήγηση σε όλους, για το γιατί θέλουν να διαλύσουν μια σχέση, ή για τη συμπεριφορά τους μέσα στη σχέση.

Είναι καλό που με τον ερχομό του μοντέρνου κόσμου σε ένα μεγάλο βαθμό απαλλαχθήκαμε από τους περιορισμούς και τους τύπους στις ερωτικές σχέσεις. Αλλά νομίζω ότι μαζί με τα νερά πετάξαμε και το μωρό, δηλαδή ξεχάσαμε ότι μια ερωτική σχέση, είναι ένας τύπος δεσμού είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι κάτι μου μας έχει ενώσει, έστω και λίγο με τον άλλον, και για το γεγονός αυτό και μόνο οφείλουμε να του φερόμαστε με σεβασμό και ευγένεια.

Τώρα, στην αναζήτηση του έρωτα και της κατά το δυνατόν ιδανικής σχέσης (κάτι που επίσης είναι μοντέρνο) οι άνθρωποι νιώθουν ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά δικαιολογείται με ένα απλό: δεν είμαι ερωτευμένος/ερωτευμένη. Αυτό είναι, δεν είσαι ερωτευμένος, έχεις λευκή επιταγή: μπορείς να μην ξαναπάρεις τηλέφωνο ποτέ τον άλλον, να τον δεις στον δρόμο και να μην του μιλήσεις ενώ είσασταν μαζί το προηγουμενο βράδυ, να τα φτιάξεις με κάποιον τρίτο ενώ ακόμα είστε μαζί, anything goes. Τι, τόλμησε να σου ζητήσει λογαριασμό; Τι κόλλημα, αφού είπαμε, δεν είσαι ερωτευμένος, έχετε ελεύθερη σχέση, τι του χρωτάς; Δεν του χρωστάς τίποτα, είναι δικαιωμά σου να κάνεις ό,τι θέλεις. Δεν του είχες υποσχεθεί και γάμο, άρα όλα ΟΚ.

Εκεί νομίζω που τα έχουμε μπλέξει λίγο είναι ότι βασικά δεν έχει καμιά απολύτως σχέση αν είσαι ερωτευμένος με κάποιον ή όχι, με το να είσαι ευγενικός μαζί του. Μα καμία απολύτως. Μπορεί να τον σιχαίνεσαι, μπορεί να πηγαίνεις και με άλλους, αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα ούτε να τον κοροιδεύεις, ούτε τον ειρωνεύεσαι, ούτε να του φέρεσαι υποτιμητικά, ούτε να εξαφανίζεσαι χωρίς δεύτερη κουβέντα, ούτε γενικώς να κάνεις ότι σου κατεβαίνει στο κεφάλι, όποτε σου κατεβαίνει στο κεφάλι...

Εντάξει, τώρα αν έχεις μπλέξει με την Glen Close, ή με οποιονδήποτε άλλον bunny boiler, θα χρειαστεί να γίνεις αγενής μαζί του για να θέσεις τα όρια της σχέσης. Ίσως και να τον σκοτώσεις, c´est la vie. H πλειοψηφία των ανθρώπων όμως καταλαβαίνει τις απλές και ξεκάθαρες εξηγήσεις. Γιατί λοιπόν τέτοια δυσκολία ανδρών και γυναικών να διαχειριστούν αξιοπρεπώς μια (ελεύθερη) σχέση; Και γιατί τώρα τελευταία χωρισμοί τύπου απλά εξαφανίζομαι και δεν τρέχει μια έχουν γίνει περισσότερο κανόνας, παρά εξαίρεση; Και γιατί αν πεις κάτι γι'αυτό, θεωρείσαι σπαστικός/κολλημένος/κομπλεξικός/ μαλάκας;. Μα δεν καταλαβαίνεις ότι κάποιοι άνθρωποι είναι free spirits;; Μήπως είσαι φλούφλης; Μήπως είσαι υστέρω;

Αυτό ήταν το ποστ... Οπως ειδατε τελειώνει λίγο ξεκρέμαστα. Γι'αυτό και ξανα(αντι)γράφω για να το εμπεδώσουμε:

Casual relationships are real relationships that can incorporate feelings and require good manners and consideration.

(δεν βρήκα εφαρμογή που να κάνει τις λέξεις με τα κόκκινα να αναβοσβήνουν κιόλας... γαμώτο)

Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2012

Ασε με να κάνω λάθος

...μην παριστάνεις τον θεό! Σωστά τα έλεγε ο Παπακωνσταντίνου, γι'αυτο και όλοι οι έφηβοι της Ελλάδας περνάνε υποχρεωτικά ένα διάστημα  της ζωής τους ως φαν του. Ή αυτό δεν γίνεται πια;

Τελοσπάντων εγώ θέλω να πω για τους ανθρώπους που σε διορθώνουν όταν μιλάς, και δη, μια ξένη γλώσσα. Γι' να αυτούς που σε διορθώνουν όταν μιλάς την μητρική σου γλώσσα, τι να πω, εννοείται πως είναι υπεροπτικά καθάρματα! Δηλαδή, εκτός αν τους έχεις κάνει εσύ τον έξυπνο πρώτα σχετικά με το πόσο γαμάτα ελληνικα μιλάς, ή αν είσαι χρυσαυγίτης. Επίσης να διευκρινίσω ότι μιλάω για προφορικό λόγο, και όχι για γραπτό, θεωρώ ότι είναι σημαντική αυτή η διαφοροποίηση, για τους λόγους που θα θέσω παρακάτω. Προσοχή παρακαλώ:

Οταν μιλάς μια ξένη γλώσσα και κάποιος σε κόβει την ώρα που μιλάς, σου την σπάει αφόρητα, για να το θέσω επιστημονικά. Για να το θέσω πιο λαϊκά, να καταλαβαινόμαστε δηλαδή, κόβει τη ροή του λόγου σου και της σκέψης σου, σε κάνει να τα χάνεις, να μπερδεύεσαι ακόμα περισσότερο, νιώθεις μαλάκας και ανίκανος και συνήθως δεν μπορείς καν να συνεχίσεις αυτό που έλεγες. Δηλαδή σε κάνει να σιωπήσεις. Αυτό για εκείνη την στιγμή που σε διακόπτει. Γιατί υπάρχουν και τα μακροπόθεσμα αποτελέσματα, όταν συναναστρέφεσαι άτομα που κάθε τρεις και λίγο σε διορθώνουν: χάνεις την εμπιστοσύνη που είχες αποκτήσει στο πως μιλάς αυτή τη γλώσσα, νιώθεις μια μικρή απελπισία και μια μεγάλη αμφιβολία όσον αφορά την ικανότητά σου να επικοινωνήσεις, φοβάσαι ότι γίνεσαι και γελοίος όταν μιλάς, διστάζεις, κομπιάζεις, χάνεις τα λόγια σου, γίνεσαι πιο νευρικός, κάνεις ακόμα περισσότερα λάθη και τελικά αποφασίζεις ότι είναι καλύτερα να σιωπάς. 

Και δεν το θέλουμε αυτό, γιατί υποτίθεται ότι αυτοί που σε διορθώνουν (έτσι λένε δηλαδή) το κάνουν για το καλό σου. Για να μιλάς σωστά και να μην σε κοροϊδεύουν οι άλλοι. Πρώτον γιατί να με κοροιδέψει κάποιος που του κάνω και την χάρη να προσπαθήσω να μιλήσω τη γλώσσα του.. παρακαλώ; Και μη μου αρχίσετε τα εθνικιστικά: εδώ μένεις να μάθεις να μιλάς. Ναι φίλε μου θα μάθω, όχι γιατί στο χρωστάω, απλά γιατί θέλω να είμαι μέρος της χώρας στην οποία ζω (θα μπορούσα και να μην ήθελα, και πάλι δικαιώμα μου θα ήταν), με τον ρυθμό μου όμως. Οποιος με κοροιδεύει επειδή δεν μιλάω απόλυτα σωστά μια ξένη γλώσσα, δηλαδή τα ισπανικά, είναι απλά, μαλάκας (ή Ισπανός χρυσαυγίτης).

Δεν μας νοιάζει λοιπόν αυτοί που μας κοροιδεύουν. Θες να κάνεις το καλό και να βοηθήσεις τον άλλον να μην κάνει λάθη; Το λέω και για Ελληνες που τυχόν έχουν ξένους φίλους. Δεν βοηθάς καθόλου κάποιον όταν τον διοθρώνεις την ώρα που μιλάει, το αντίθετο μάλιστα. Ο προφορικός λόγος (σε αντίθεση με τον γραπτό, που είναι πιο επεξεργασμένος) είναι τόσο πηγαίος και αυθόρμητος, που όταν καταφέρνεις να μιλήσεις με κάποια ροή σε κάποια ξένη γλώσσα, και ο άλλος σε διακόπτει, απλά σου βάζει ακόμα ένα (μεγάλο) εμποδιο στην ήδη δύσκολη διαδικασία του να μεταδώσεις συναισθήματα και σκέψεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου.

Ο μόνος τρόπος να διορθώσεις κάποιον όταν μιλάει (αν τελοσπάντων νιώθεις την ακατανίκητη ανάγκη να το κάνεις, δεν αντέχεις να ακούς λάθος ελληνικά, σε πληγώνει) είναι να περιμένεις να ολοκληρώσει κάποιος αυτό που έλεγε και μετά να προσπαθήσεις να εντάξεις αρμονικά, χωρίς να την τονίσεις υπερβολικά, τη σωστή εκδοχή αυτών που είπε, σε μια δική σου φράση. Π.χ. λέει ο αυτός (ο ξένος): "και μετά τσαντίστηκε τόσο πολύ, που του έφερε τον καρέκλο στο κεφάλι". Απαντάς εσύ: "τι λες, βρε παιδί μου, του έφερε την καρέκλα στο κεφάλι,ε;". Μονο έτσι υπάρχει περίπτωση, αν θες πραγματικά να βοηθήσεις κάποιον να μιλήσει πιο σωστά να το καταφέρεις και να μην τον κομπλάρεις. Επίσης, εννοειται πως αν ο άλλος μιλάει τόσο αλαμπουρνέζικα που δεν καταλαβαίνεις  χριστό από ότι είπε, μπορεις (ευγένικα και όχι με ύφος) να του πεις ότι δεν τον κατάλαβες.

Μοναδικές εξαίρεσεις στον κανόνα του να μη διορθώνεις τον άλλον όταν κάνει λάθη την ώρα που μιλάει είναι: να είσαι ο δάσκαλος ελληνικών του άλλου, χο χο. Ακόμα και εκεί βέβαια δεν ξέρω τι λέει η παιδαγωγική σχετικά με αυτό. Επίσης, άλλη εξαίρεση: ο άλλος σου έχει ρητά ζητήσει να τον διορθώνεις όποτε κάνει λάθη. Τελευταία εξαίρεση: ο άλλος δεν σου έχει δώσει την άδεια να τον διοθρώνεις όποτε κάνει λάθη, αλλά την ώρα που μιλάει, σταματάει και σε ρωτάει (προσοχή σε ρωτάει, δεν σταματάει απλά ώστε να πεταχτεις εσύ σαν την πούτσα μες τη μέση και να ολοκληρώσεις την πρότασή του): "το λέω σωστά;"/ "πως λέμε το...;". Τέλος: το ότι κάποιος σου έχει δώσει μια φορά το ΟΚ να τον διορθώσεις, δεν σημαίνει ότι έχεις λευκή επιταγή να τον διοθρώνεις από εδώ και πέρα, εις τον αιώνα τον άπαντα αμήν.


Σημείωση: Το κείμενο αυτό έχει υποστεί αλλαγή προκειμένου να διορθωθεί γλωσσικό λάθος :)
 

Σάββατο, Απριλίου 07, 2012

Kindness of Strangers

Σας έχει τύχει ποτέ να νιώσετε σαν ξένος; Δεν λέω θεωρητικά, όπως ο ξένος του Καμύ, δηλαδή αποξενωμένος. Εννοώ ξένος, μετανάστης, τριτοκοσμικός, ο μαλάκας της υπόθεσης; Αυτός που πρέπει να του μιλάνε σαν βλάκα για να καταλάβει; Που τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι λιγότερο από τους υπόλοιπους; Που είναι "ενδιαφέρων" αλλά θέλει "ειδική μεταχείριση"; Δε θα το πίστευα ποτέ ότι θα μου συνέβαινε σε μια μεσογειακή χώρα, αλλά έτσι με έκανε να νιώσω μια κοπέλα εδώ στην Ισπανία. Δεν κάνουμε παρέα πιά, αλλά δυστυχώς βλέπω την φάτσα της στο facebook. Εγω πει ότι είναι παιδιάστικο να σβήνεις κάποιον απο το facebook επειδή σε έχει νευριάσει, αλλά πραγματικά θέλω πολύ να το κάνω. Απλά γιατί δεν μπορώ να την βλέπω, όχι για να την πικάρω. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Θα προσπαθήσω να είμαι αντικειμενική, αλλά όχι πολύ, γιατί είπαμε, αυτή τη στιγμή  νιώθω ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα αντιπάθειας απέναντί της, μόλις είδα την ηλίθια φάτσα της στο facebook και συγχύστηκα.

Αυτή τη κοπέλα, περιέργως πως, ήταν από τα άτομα που με προσέγγισαν αμέσως όταν μετακόμισα εδώ. Λοιπόν αυτή η κοπέλα, όχι αμέσως βέβαια, αλλά μετά από μερικούς μήνες γνωριμίας με κάλεσε σπίτι της στα γενέθλιά της. Οπου όλες οι άλλες κοπέλες (γιατί ήταν girls night, με υποχρέωσες κοπελιά!) ήταν όχι απλά φίλες της, κολλητές της. Ισπανίδες από τη Μαδρίτη, με αυτά τα μαδριλένικα, που μόνο αν έχεις ζήσει εδώ δυο τρία χρόνια τα πιάνεις όλα. Δεν μιλάω μόνο για ταχύτητα, αλλά και για απίστευτη αργκώ. Τελοσπάντων, εγώ τότε (σαν αφελής χαζή ξένη) ένιωθα σχεδόν ευγνωμοσύνη που κάποιος με κάλεσε σε ένα λοκάλ πάρτι. Κακώς, αλλά έτσι ένιωθα. Και βάζω και αυτό στην εξίσωση, γιατί αυτό ήταν το πρόβλημα. Αυτή η κοπέλα νόμιζε ότι μου έκανε χάρη που με έκανε παρέα. Και γιατί το έκανε; Δεν θέλω να παρατείνω άλλο το σασπενς, αλλά το έκανε (όπως το ανέλυσα μετα, με τις αλάθητες μεθόδους μου) για δύο λόγους:

-Μπορεί να φαίνεται ανόητο, αλλά για τους Ισπανούς είμαστε κάτι εξωτικό. Οπως ίσως και αυτοί για εμάς; Για αυτό και εμενα μου ανάβουν τα λαμπάκια όταν ακούω ανθρώπους να θέλουν να γνωρίσουν "εξωτικούς πολιτισμούς" και "ιθαγενείς". Ολοι άνθρωποι είμαστε, σε κανέναν δεν αρέσει να αντικειμενοποιείται, έστω και με θετικό τρόπο. Λοιπόν αυτή η κοπέλα, η Λάουρα (έτσι τη λέγανε, μια φορά που γράφω και για κάποιον που σίγουρα δεν διαβάζει το μπλογκ και δεν είναι ανάγκη να αλλάξω/να μην αναφέρω ονόματα!) ήθελε να έχει στη συλλογή της, στο book της, πως να τω, μια εξωτική φίλη από την γοητευτική Ελλάδα. Ενα token του πόσο ενδιαφέρων και ανοικτός χαρακτήρας είναι η ίδια.

-Δεύτερον, και χειρότερο: πέρα από το εξωτικό της υπόθεσης, η Λάουρα θεωρούσε ότι έκανε ένα είδος φιλανθρωπίας. Μάζεψε που λέει ο λόγος την ξένη που δεν είχε παρέες, που δεν καταλάβαινε πολυ καλά τη γλώσσα, και την έκανε φίλη της. Τοοοοσο καλή. Οι Ισπανοί γενικά έιναι ψυχοπονιάρηδες, και δεν ξέρω, ίσως αν ήμουν χωρίς τον ήλιο μοίρα (οικονομικά ή ψυχολογικά) να ένιωθα ευγνωμοσύνη για την υποκριτική φιλοξενία της Λάουρας. Αλλά δεν είχα τόση ανάγκη. Και μετά από την εμπειρία αυτή, απόρώ και αν οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά ανάγκη δεν αγανακτούν κατά βάθος με τους φιλάνθρωπους, ακόμα και τους πιο ειλικρινείς.

Το παζλ το συνέδεσα μετά, αλλά το πρώτο δείγμα ήταν το πάρτι. Αν καλείς κάποιον που δεν μιλάει καλά τη γλώσσα στο πάρτι σου ή μάλλον στη συγκέντρωσή σου, γιατί είμασταν έξι-εφτά άτομα, φαντάζομαι προσπαθείς να τον γνωρίσεις σε κόσμο, να τον βάλεις στην κουβέντα, να τον κάνεις να νιώσει άνετα κλπ. Οχι όμως αν είσαι  "φιλάνθρωπος". Τότε και μόνο το γεγονός ότι καταδέχτηκες να καλέσεις τον ξένο αρκεί, οπότε μετά, να πάει να κουρεύεται. Και κάθεσαι και μιλάτε με τις φίλες σου για θέματα εντελώς προσωπικά και ιδιαίτερα, τα οποία και να μίλαγα τότε τα γαμάτα ισπανικά του δρόμου, δεν θα τα καταλάβαινα. Οταν όμως είμασταν μόνες, η Λάουρα έκανε κάθε προσπάθεια να μου ε-ξη-γη-σει τις δύσκολες λέξεις που χρησιμοποιούσε. Mi-so-gi-n-ismo, di-a-rre-a, di-sco-lo. Οταν της έλεγα ότι αυτές οι λέξεις ήταν ελληνικές, γινόμουν αποδέκτης ενός συγκαταβατικού, σχεδόν λυπημένου βλέμματος. Δεν το πίστευε. Οταν ξεκίνησε η κρίση, με ρώτησε αν χρειαζόμουν λεφτά. Δεν ξέρω αν αυτό θεωρείται καλό, εγώ το θεώρησα υπεροπτικό πάντως. Και για μια άλλη φορά υποκριτικό: δηλαδή αν της έλεγα ότι θέλω 300 ευρώ, θα μου τα έδινε; Επρεπε να το είχα ζητήσει, ως κοινωνιολογικό πείραμα. Οταν της είπα ότι έχουμε βουνά με χιόνι (ω, ναι!) και στην Ελλάδα, με κοίταξε με δυσπιστία και ρώτησε: Εννοείς με ψεύτικο χιόνι, όπως στο Ντουμπάι; (έτσι για να συνέρχομαστε λίγο και να βλέπουμε τι εικόνα έχουν οι άλλοι για εμάς, όχι ότι ήταν φωστήρας η Λάουρα, αλλά εντελώς ηλίθια δεν ήταν. Απλά λίγο ρατσίστρια, χωρίς να το ξέρει κιόλας). Αλλες φορές, όταν γυρίζαμε με το αμάξι από το πιλάτες μου έλεγε πως κάνει προσπάθεια να μου μιλάει πιο αργά, γιατί ξέρει ότι δυσκολεύομαι να την καταλάβω. Αυτό όταν πλέον είχα κλείσει δυο χρόνια στην Ισπανία, και μπορούσα όχι μόνο να μιλάω, αλλά και να τσακώνομαι στα ισπανικά (η ικανότητα να τσακωθείς είναι το πρώτο δείγμα ότι ξεκινάς να νιώθεις άνετα με μια γλώσσα).

Τα πράγματα συνεχίστηκαν κάπως έτσι. Η Λάουρα δεν έκανε καμία προσπάθεια να με γνωρίσει καλύτερα, απλά με έβγαζε έξω για βόλτα και show and tell όποτε ήταν με άλλους, δηλαδή με τον γκόμενό της ή μια-δυο φίλες της. Πάντα στο μπαρ που ήταν κάτω από το σπίτι της, και μισή ώρα μακριά από το δικό μου. Δεν με πείραζε, γιατί κατά βάθος την βαριόμουν λίγο και έλεγα όχι με λιγότερες τύψεις. Αρχισα όμως να ενοχλούμαι από τον τρόπο που το έλεγε και το ζητούσε. Ηταν πάντα κάτι σαν: άντε, έλα και εσύ βρε, αφού θα βγω που θα βγω. Δεν έχει σημασία γιατί τελικά τσακωθήκαμε και δεν ξαναμιλήσαμε, και τώρα με νευριάζει η φάτσα της στο facebook, είχε πάντως σχέση με την αντίληψή της ότι μου έκανε χάρη όταν με συναναστρεφόταν. Τώρα θα σας πω το σκηνικό που με έκανε, εκ των υστέρων, να καταλάβω πώς σκεφτόταν.

Ημουν σε ένα μπαρ που συχνάζαμε. Εγώ, επειδή ήμουν σχεδόν μέρος του προσωπικού εκεί, είχα γνωρίσει πλέον και αυτούς που πουλάνε λουλούδια, αναπτήρες, γυαλιά με φωτάκια κλπ, και τους χαιρετούσα. Σε κάποια φάση, ούσα χωρίς τη Λάουρα στο μπαρ, μπηκε ενας τύπος χαμογελαστός και άρχισε να δέχεται συγχαρητήρια και ποτά στο μπαρ. Κατάλαβα από τα συμφραζόμενα ότι ήταν κάποιος μετανάστης που έβγαλε άδεια παραμονής και εργασίας στην Ισπανία και ήθελε να το γιορτάσει. Μου φάνηκε ότι από κάπου τον ήξερα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη. Μετά από λίγη ώρα τον αναγνώρισα ως έναν από τους πλανόδιους, απλά ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα χωρίς τα γυαλιά με φωτάκια στο πρόσωπο του, και γενικότερα χωρίς να είναι φορτωμένος από την κορφή ως τα νύχια με διαφόρα μπιχλιμπίδια. Μπράβο συγχαρητήρια, που θα δουλεύεις τώρα; Σε ένα εστιατόριο, τέλος τα πλανόδια, θα στέλνω λεφτά στην Ινδία, μπορεί να έρθει και η γυναίκα μου το παιδί κλπ. Ο άνθρωπος δεν έκατσε πολυ, μια μπύρα ήπιε και έφυγε. Δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω τίποτε άλλο, ούτε να γίνω φίλη του. Αυτό που σκεφτήκα ήταν πόσο διαφορετικός ήταν χωρίς την "φόρμα εργασίας" και πως τείνουμε να μην βλέπουμε ακριβώς ως συν-ανθρώπους, ως ομοίους μας, ως ίδιους με εμάς, τους ανθρώπους που δουλεύουν στο δρόμο.

Δεύτερη λήψη τώρα, με τη Λάουρα με εμένα στο ίδιο μπαρ, μετά από μερικούς μήνες. Μπαίνει μέσα ο ίδιος Ινδός, για να πιεί μια μπυρίτσα πάλι. Λέω στη Λάουρα (γιατί και αυτή πέρναγε αρκετές ώρες εκεί, και σίγουρα τον είχε δει): ποιός είναι αυτός; Δεν ξέρω, μου λέει. Τον ξέρεις, της λέω, έρχεται εδώ, απλά παλιά ήταν λίγο διαφορετικός. Με τίποτα δεν μπορούσε να τον θυμηθεί η Λάουρα. Της το ξεφουρνίζω στο τέλος, είναι ο τύπος με τα γυαλιά με τα φωτάκια και τους αναπτήρες. Α, ναι!! Ε, ναι, έβγαλε τα χαρτιά του και δεν κάνει πια αυτή τη δουλειά, είχε ξαναπεράσει μαι φορά από εδώ. Η Λάουρα λοιπόν, σηκώνεται, αυτός καθόταν σε ένα τραπέζι δίπλα μας, μόνος και σχετικά ντροπαλός. Πάει λοιπόν και τον αγκαλιάζει, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια. Πόσο χαίρομαι για σένα, πως σε λένε; Τζον. Τζον, πόσο χαίρομαι για σένα. Αγκαλιές, σταυρωτά φιλιά. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βγάλεις τα χαρτιά σου (τίποτα δεν ξέρεις). Τελευταία αγκαλιά, συγκαταβατικό σφίξιμο γύρω από τους ώμους του Τζον. Χαίρομαι πολύ για σένα, αλήθεια. Θες να κάτσεις μαζί μας; Δεν φάνηκε να πολυήθελε, αλλά στην φιλανθρωπία δύσκολα λες όχι. Η Λάουρα με μάτια που λάμπουν πλέον, από δάκρυα ή από ενθουσιασμό δεν ξέρω, ξεκινάει την συζήτηση, μιλώντας αργά. Μπρα-α-αβο...μιιλα-ας πο-ολυ-υ καλα-α-α ισπανικα-α-α. Πως τα έ-ε-μαθες;; Μπρα-α-αβο! Και δεν μου λε-ε-ες: πω-ως σου φαινονται-αι-αι-αι οι γυναικε-ε-ες ε-δώ; Ει-μαστεε-ε πο-ο-ολυ-υ-υ σέ-ε-εξιιι, ε-ε-ε-ε-ε; Καμι-ι-α σχέ-εση με την Ινδίιι-α, εεεε; Κα-τα-λα-βαι-αι-νεις τι ση-μαι-αι-νει σεε-εξι-ι, έ-τσ-ιι;;