Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28, 2007

Your wedding my trial

Πως να πεις ότι βαριέσαι αφόρητα τους γάμους, χωρίς να σε κοιτάξει όλη η οικουμένη σαν ζηλιάρικο μίζερο σκουλήκι;

Είναι μια μέρα χαράς, γλεντιού και ποτού. Και όμως τη βαριέμαι. Ίσως επειδή για μένα, κάθε μέρα είναι μέρα χαράς, γλεντιού και ποτού... Χα!! Για το γλέντι και το ποτό πάντως μιλάω σοβαρά. Για το ποτό σίγουρα μιλάω σοβαρά.

Έχω την αίσθηση ότι στους γάμους, τηρείται μια ιδιότυπη ομερτά, οι όροι της οποίας είναι: καταξοδευτήκαμε για να σας τραπεζώσουμε, διασκεδάστε τώρα. Για κάποιο λόγο, αν δε δείχνεις ενθουσιασμένη, αν δεν χορεύεις και γελάς ασταμάτητα, γενικώς αν δε φέρεσαι σαν και είσαι στο στουντιο 54 αγκαλιά με τον Μικ Τζάγκερ, δεν είσαι καλός καλεσμένος. Όλοι σε παροτρύνουν να χορέψεις, "έτσι για το καλό" και αν σηκωθείς να φύγεις νωρίς ακούς φριχτά παράπονα από τη νύφη και τους γονείς της.

Το "νωρίς" βέβαια, μπορεί να είναι και κανά 5ωρο μετά την ώρα που ξεκίνησε ο γάμος στην εκκλησία. Το πλέον καθιερωμένο τελετουργικό του ζευγαριού που κάνει γύρα σε όλα τα τραπέζια, τσουγκρίζει και φωτογραφίζεται με όλους τους καλεσμένους έχει γίνει πιο καταπιεστικό και από το εκκλησιαστικό τελετουργικό. Πραγματικά, γιατί θέλουν φωτογραφίες με 200 άτομα; Ποτέ δεν το κατάλαβα.

Μέχρι να τελειώσει αυτή η γύρα, να σερβιριστούν τα φαγητά, τα γλυκά, να κοπεί η τούρτα κλπ., έχεις ήδη ξοδέψει αρκετές ώρες πίνοντας και καπνίζοντας, γιατί τι άλλο να κάνεις σε ένα τραπέζι που οι μισοί -αν όχι όλοι- σου είναι ημιάγνωστοι, οπότε όταν έρθει η ώρα της υποχρεωτικής διασκέδασης είσαι ήδη λιώμα και το μόνο που θέλεις είναι να πάρεις ένα ταξί και να πας σπίτι σου.

Το αστείο είναι ότι οι πιο κουρασμένοι και μεθυσμένοι απ'όλους είναι το ίδιο το ζευγάρι, το οποίο έχει περάσει το λιναριού τα πάθη για να οργανώσει την περιβόητη βραδιά και είναι τρομερά αγχωμένο κατά τη διάρκειά της. Γιατί; Κανείς δε ζήτησε το σούπερ νυφικό, το σούπερ βάψιμο, ούτε τα σούπερ εδέσματα. Ένα απλό πάρτι μετά το γάμο θα ήταν αρκετό και πιστεύω καλύτερο για όλους από αυτή την εξτραβαγκάντζα που έχουν γίνει οι γάμοι στις ημέρες μας.

Βέβαια, τώρα τελευταία βαριέμαι και τα πάρτι. Αν είναι μίζερος ο άνθρωπος παιδί μου...

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2007

Σκόρπιες εντυπώσεις από τις εκλογές

-Ο Βενιζέλος που κατέβηκε σα θύελλα στο Ζάππειο και έκανε γύρους σέρνοντας ένα τσούρμο δημοσιογράφους σαν ουρά από πίσω του, ψάχνοντας με λύσσα τον Γιωργάκη για να τον κάνει μια χαψιά, μαζί με τα κόκαλα. Αν άλλος χοντρός παλιά λεγότανε μπουλντόζας, αυτός πρέπει να λέγεται οδοστρωτήρας. Παναγίτσα μου. Μέχρι και οι ΟΝΝΕΔιτες που πανηγύριζαν απ' έξω τρόμαξαν.

-Όλοι αυτοί οι νεοδημοκράτες που ανέμιζαν ελληνικές σημαίες προς πανηγυρισμό. Χαλαρώστε παιδιά, δεν νικήσατε τον εμφύλιο, ούτε απελευθερώσατε την Αθήνα από τους Γερμανούς, ούτε διώξατε τους Τούρκους. Έλεος με τη σημαία.

-Τα καλαίσθητα σποτάκια της φιλελεύθερης συμμαχίας. Αν ο κόσμος ψήφιζε με βάση την αισθητική, θα είχαν βγει πρώτοι. Ή μάλλον τώρα που το σκέφτομαι, επειδή ζούμε στην Ελλάδα, θα είχαν ακριβώς την θέση που έχουν τώρα.

-Ωραία μας έπρηξαν όλοι με την πεντακομματική Βουλή, και τι καταφέραμε; Να μπει το ΛΑΟΣ μέσα. Ένα μεγάλο βήμα για τη δημοκρατία, δεν μπορείς να πεις. Και μην το ξανακούσω αυτό για "πολύχρωμη Βουλή", το μαύρο δεν είναι χρώμα.

-Πολλά κομματικά συνθήματα που φωνάζουν σε συγκεντρώσεις είναι -όχι ιδιαίτερα έξυπνες- παραλλαγές των ποδοσφαιρικών.

-Τι καλά που αυτή η υποκρίτρια, η Έλενα Κουντουρά, δεν ξαναμπήκε στη Βουλή. Για να σας υπενθυμίσω, είναι το πρώην μοντέλο που επειδή βγήκε Βουλευτής και έκανε 2 παιδιά -για τα οποία θα είχε μια στρατιά νταντάδες και αρκετό ελεύθερο χρόνο, εικάζω- νουθετούσε τις υπόλοιπες γυναίκες της Ελλάδας να είναι πάνω απ'όλα καλές νοικοκυρές και να κάνουν πολλά-πολλά παιδιά, για το καλό της πατρίδας μας. Πρέπει να είναι και πατριώτισσα η Ελληνίδα Μάνα, μη ξεχνιόμαστε... Ουστ.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 10, 2007

Θα μείνω με τη μάνα μου

Διαβάζω σε εφημερίδες και περιοδικά για την γενιά των 700 ευρώ. Όπως προβάλλεται από τα ελληνικά media, το κύριο διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό των παιδιών αυτών είναι ότι μένουν με τους γονείς τους ακόμα και αφού έχουν τελειώσει τις σπουδές τους.

Και εδώ φαίνεται για ακόμα μια φορά πόσο προχειρογραμμένα και κλεμμένα από το εξωτερικό είναι τα περισσότερα άρθρα στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς πως το γεγονός ότι μένει κανείς με τους γονείς του και ως ενήλικας εκλαμβάνεται ως κάτι πρωτοφανές από τους Έλληνες δημοσιογράφους.

Οι περισσότεροι Έλληνες, από όλες τις κοινωνικές τάξεις και από καταβολής του ελληνικού κράτους έφευγαν από την πατρογονική εστία μόνο όταν παντρεύονταν. Ή όταν μετανάστευαν. Το μοντέλο της ανεξαρτητοποίησης από τους γονείς (μετά τα 18 ή και στον αιώνα τον άπαντα) δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα, για διάφορους οικονομικούς και κυρίως κοινωνικούς λόγους. Τρανή απόδειξη, ότι ακόμα και παντρεμένοι, οι περισσότεροι μένουν σε απόσταση αναπνοής από τους γονείς τους.

Αν μη τι άλλο, το γεγονός ότι η αυτή η γενιά μένει με τους γονείς και μετά το σχολείο ή τις σπουδές, είναι από τα λίγα κοινά στοιχεία που έχει με όλες τις προηγούμενες γενιές. Στην Ελλάδα.

Τέλος πάντων. Τουλάχιστον οι δημοσιογράφοι προσάρμοσαν το ποσό στα ελληνικά δεδομένα, γιατί στην υπόλοιπη Ευρώπη ονομάζεται "η γενιά των 1000 ευρώ". Αλλά και αυτό από κάπου αλλού θα το πήραν, αποκλείεται να το σκέφτηκαν μόνοι τους οι φωστήρες.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2007

Μια μικρή αθηναϊκή ιστορία

Από τη ζωή βγαλμένη:

Σταματάω ένα ταξί, μπαίνω μέσα, λέω στον ταξιτζή: «Γεια σας*, στην πλατεία Βούλας πηγαίνω». Κατά την προσφιλή μέθοδο των ταξιτζήδων, δεν μου απαντάει ούτε με ένα νεύμα ή μια ματιά. Ελπίζω λοιπόν ότι άκουσε τι του είπα και βολεύομαι στο πίσω κάθισμα.

Σκέφτομαι ότι το γεγονός ότι θα βγάλει τουλάχιστον ένα δεκάευρο από την κούρσα θα μετριάσει την προϊούσα τσατίλα του (όσοι επαγγελματίες μένουν εντελώς ανέκφραστοι και αμίλητοι όταν τους απευθύνεις το λόγο είναι ή τσατίλες, ή Κρητίκαροι). Λίγο πριν τον προορισμό μας, γυρνάει και μου λέει: «Κοπελιά, να στρίψω δεξιά;». Του απαντάω «Τι να σας πω, δεν ξέρω που είναι. Στην κεντρική πλατεία της Βούλας μου είπανε». Κάτι μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του και μετά αρκετούς γύρους –και μουρμούρα- φτάνουμε σε μια πλατεία.

Φρενάρει με νεύρα, μου δείχνει την πλατεία με το δεξί του χέρι και μου λέει: «Έλα, στη Βούλα είμαστε, πλατεία είναι εδώ, κατέβα». Εντωμεταξύ, είχα σαφείς οδηγίες από τη φίλη μου να μη κατέβω σε λάθος πλατεία. Αφού για ακόμη μια φορά καταράστηκα τα άτιμα προάστια με τις άγνωστες πλατείες τους και τους μπερδεμένους τους δρόμους, έκανα το λάθος να ρωτήσω τον ταξιτζή, όσο πιο γλυκά μπορούσα, κάτι το οποίο πυροδότησε τον παρακάτω σουρεαλιστικό διάλογο:

-Να κατέβω, αλλά είναι αυτή η κεντρική πλατεία της Βούλας;

-Που θες να ξέρω κοπελιά, εγώ δεν ξέρω τη διεύθυνση του σπιτιού που πάς (;;;).

-Δεν πάω σε σπίτι (βασικά πάω, φαντάσου να σου ζητούσα να με πήγαινες εκεί κιόλας). Στην κεντρική πλατεία της Βούλας πάω.

-Δεν ξέρεις όμως που είναι η κεντρική πλατεία.

-Όχι (ομολογουμένως).

-Γιατί δεν μου το είπες ότι δεν το ήξερες;

-Μα σας το είπα (αρχίζουν να χτυπάνε τα καμπανάκια).

-Έπρεπε να μου το έχεις πει αμέσως μόλις μπήκες ότι δεν ξέρεις που είναι. Θα είχα σταματήσει τότε να ρωτήσω κάποιον και δε θα είχαμε χαθεί.

-(Δεν άντεξα, έπρεπε να το πω): Συγγνώμη, εμένα δεν με πειράζει που χαθήκαμε, αλλά εσείς δεν είστε ο επαγγελματίας; Εσείς δε θα έπρεπε να γνωρίζετε που είναι η πλατεία Βούλας;

-Εγώ;;; Εγώ κοπέλα μου μπορεί να μην έχω πάει ποτέ μου στη Βούλα, γιατί είμαι υποχρεωμένος να ξέρω;

- Γιατί είστε επαγγελματίας (επιμένω εγώ).

-Άκου ρε τι λέει (τώρα αρχίζει και φορτώνει στ’ αλήθεια). Δηλαδή μπαίνουμε σε ένα ταξί, το νοικιάζουμε, και είμαστε άρχοντες, ε; (βασικά, ναι). Κάνουμε ότι γουστάρουμε τον ταξιτζή, ε; (το να ζητήσεις από έναν ταξιτζή να σε πάει σε έναν προορισμό επί πληρωμή είναι "ό,τι γουστάρουμε"). Γι’ αυτό δεν πάει μπροστά η Ελλάδα ρε, γιατί αυτή είναι οι νοοτροπία του νεοέλληνα. Κατάλαβες, γι’αυτό πάμε κατά διαόλου. Γιατί ο νεοέλληνας νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει τους άλλους.

-Συμφωνώ απόλυτα, γι’αυτό πάμε κατά διαόλου, μου δίνετε σας παρακαλώ τα ρέστα μου τώρα να φύγω;

-Συμφωνείς ε; Τι να σου πω τώρα. Αλλά τι είσαι, γυναίκα δεν είσαι; Δίκιο είχε ο πατέρας μου που έλεγε ότι αν η γυναίκα είχε μυαλό, θα ήταν άντρας.

-Και εσείς αν είχατε μυαλό θα κάνατε άλλη δουλειά (ρατσιστικό, αλλά δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο εκείνη τη στιγμή).

-Τιιι;;;

- Τίποτα, μου δίνετε επιτέλους τα ρέστα μου; (Είπα να μη διακινδυνεύσω τη σωματική μου ακεραιότητα).

Μου δίνει περιφρονητικά τα ρέστα, βγαίνω και πριν καλά καλά κλείσω την πόρτα του ταξί, στην ασφάλεια της πλατείας, αρχίζω να τον στολίζω με την ήπια εκδοχή του υβρεολογίου μου (ξέρετε, τα γιαγιαδίστικα: ζώον, ηλίθιε, βλάκα κ.α.).

Με κοιτάζει και νομίζω ότι διακρίνω καπνούς να βγαίνουν από τα αυτιά του, αλλά ευτυχώς δεν βγαίνει από το ταξί να με δείρει (μάλλον επειδή ήμασταν σε κόσμο και ήταν καταμεσήμερο). Εγώ την κοπανάω προς τις καφετερίες για να ρωτήσω κάποιον άνθρωπο μήπως και μάθω που ακριβώς βρίσκομαι.

Και αυτή ήταν η μικρή, συνηθισμένη Αθηναϊκή ιστορία.



*Είμαι και ευγενική -αυτό φυσικά ύστερα από μια προηγούμενη αντιπαράθεση με ταξιτζή, ο οποίος με μάλωσε αυστηρότατα γιατί δεν τον είχα χαιρέτισει μόλις μπήκα μες το ταξί.