Κυριακή, Ιουλίου 20, 2014

Ένας κυριακάτικος καφές στη Μαδρίτη

Τις προάλλες είχα πάει σε ένα από αυτά τα εναλλακτικά καφέ της Μαδρίτης, που το έχει ένα ασχημούτσικο ζευγάρι στα 30. Πάω λοιπόν στο καφέ, κάθομαι και όπως πάντα, δεν ερχόταν κανένας να μου πάρει παραγγελία. Δεν άντεχα να περιμένω υπομονετικά, γιατί πείναγα αφόρητα. Σηκώνομαι λοιπόν, πηγαίνω στο μπαρ και λέω χαμογελώντας στην κοπέλα, η οποία φορούσε μαύρο ζιβάγκο και είχε τα μαλλιά της πλεξίδα: «Γεια». «Γεια» μου απαντάει απότομα και η κοτσιδού, με ένα σοβαρό, επικριτικό ύφος. Το να μην περιμένεις να έρθουν στο τραπέζι σου οι σερβιτόροι σε εναλλακτικά καφέ και να πηγαίνεις εσύ σε αυτούς, υπονοεί κάποιο είδος βιασύνης ή πίεσης, κάτι απαράδεκτο στα εναλλακτικά καφέ σε όλο τον κόσμο. Κανείς δεν επιτρέπεται να βιάζεται. Και μετά σου λέει «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Ήξερα ότι το αμάρτημά μου ήταν μεγάλο, με κατέβαλε η αμηχανία και δεν ήξερα πώς να αρχίσω. Αφού κοιτιόμασταν στα μάτια για λίγο και προκειμένου τα τελειώσει το μαρτύριο μου,  της λέω το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου: «Κάθομαι εκεί», δείχνοντας με το δάκτυλό μου κάπου στο βάθος. Αυτή με και κοίταξε με ένα συνοφρυωμένο, δήθεν απορημένο ύφος σαν να μου έλεγε «και εμένα τι μου το λές;». «Ναι», απάντησε τελικά αδιάφορα, σταματώντας την πρόταση εκεί. Περίμενα να μου ζητήσει τι θέλω αλλά δεν έλεγε τίποτα, απλά με κοίταζε.Και την κοίταζα κι εγώ. Πάλι.  «Θέλω ένα καφέ και ένα κέικ» της είπα, θέλωντας η γη να με καταπιεί. Δεν θυμάμαι αν απάντησε, διατηρούσε πάντως αυτό το ύφος σαν να μην καταλάβαινε καθόλου τι γινόταν ή τι της έλεγα.

Κάθισα χωρίς να ξέρω αν τελικά θα μου έφερναν την παραγγελία , με την αμηχανία μου να έχει χτυπήσει κόκκινο. Ο μόνος λόγος που δεν σηκώθηκα να φύγω επιτόπου είναι κάτι ασκήσεις αυτοπεποίθησης και κοινωνικής ωριμότητας που καταπιέζω τον ευατό μου να κάνει. Μετά από λίγο ήρθε το έτερο μέλος του ζευγαριού, ο άσχημος μουσάτος τύπος, φέρνοντας το κέικ, το οποίο δεν είχε κουτάλι. Και εγώ γέλασα, γιατί σκέφτηκα, φυσικά και δεν έχει κουτάλι. «Τι έγινε;» μου είπε αυτός. «Τίποτα» λέω εγώ. «Όχι, πες μου» απάντησε αυτός με αυτή την ήρεμη χίπικη απορία. «Ε…» ξεκινάω εγώ, και δεν ήμουν σίγουρη ότι θυμόμουν καλά τη λέξη κουτάλι στα ισπανικά, «δεν έχει κουτάλι για το κέικ». Αυτός κοίταξε τα χέρια του, όπου ακόμα κρατούσε τον δίσκο με τον καφέ, πάντα με την ίδια λυπημένη απορία για τις απαιτήσεις μου. «Το κουταλάκι του καφέ σου κάνει;» μου είπε. «Ναι μου κάνει», είπα εγώ, γιατί δεν άντεχα άλλο αυτή τη συζήτηση, ένιωσα εντελώς σπαστικιά. Όταν μου ακούμπησε τα πράγματα στο τραπέζι στάθηκε για λίγο από πάνω μου και εξακολουθούσε να με κοιτάει, ή εγώ τουλάχιστον ένιωθα το βλέμμα του πάνω μου. Χωρίς να τον κοιτάζω άνοιξα για να διαβάσω  δήθεν ένα βιβλίο, αλλά έκανα μια απίστευτη γκριμάτσα, βγάζοντας την γλώσσα έξω σαν να έκανα εμετό. Παράλληλα μιλούσα λίγο στον εαυτό μου όπως έκανα συχνά όταν αγανακτούσα στην Ισπανία, στα ελληνικά μουρμουρίζοντας «ηλίθιε, βλάκα, κοντέ, μούσια».

Όταν φύγω από τη Μαδρίτη θα μου λείψει πραγματικά η χαρά του να λέω κάτω από την ανάσα μου, σε όποιον με σπρώχνει στο δρόμο ή με ενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο, «παλιομαλάκα». Ο μούσιας στάθηκε λίγο ακόμα από πάνω μου, πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτόταν και μετά πήγε πάλι μέσα. Ήθελα να σηκωθώ και να φύγω αμέσως αλλά δεν το έκανα. Γιατί δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον κόσμο εδώ; σκεφτόμουν. Είμαι ήδη τρία χρόνια σε αυτή τη χώρα, τι κάνω λάθος; Που βρίσκεται επιτέλους το μυστικό της ομαλής  πολιτιστικής επικοινωνίας μεταξύ εμού και των Ισπανών; Γαμώ τη Μεσόγειο μου μέσα δηλαδή, υποτίθεται ότι όλοι μοιάζουμε σε αυτή τη θάλασσα. Και γιατί το εναλλακτικό ζευγάρι είναι σήμερα τόσο έξτρα περίεργο μαζί μου; Μήπως επειδή φαίνεται ότι έχω έρθει από το κομμωτήριο και έχω βαφτεί, νομίζουν ότι είμαι μια παλιοαστή, πουλημένη στις πολυεθνικές; Αν είχα έρθει χύμα, με πλαστική γυαλιστερή φόρμα και τα μαλλιά σε λαστιχάκι, όπως αυτές οι δυο κοπέλες δίπλα, σίγουρα δε θα μου είχαν φερθεί έτσι.

Έφαγα το κέικ τόσο γρήγορα που μου έκατσε στο λαιμό, ήπια λίγο από τον καφέ, που ήταν όπως πάντα χάλια και προσπάθησα να βρω την τιμή όσων είχα παραγγείλει στον κατάλογο για να φύγω χωρίς να τους ξαναδώ. Δυστυχώς όμως το κέικ δεν ήταν στον κατάλογο. Μάζεψα όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω την κοτσιδού στο μπαρ. Για κάποιον άγνωστο λόγο μου χαμογέλασε, με έναν τρόπο που φαινόταν ειλικρινής και όλη η συναλλαγή μας ήταν αναπάντεχα φιλική. Δεν ήξερα τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Υποθέτω οι γκριμάτσες εμετού που έκανα μπροστά στον μούσια και το γεγονός ότι μιλούσα και έβριζα μόνη μου σε ξένη γλώσσα οδήγησε το ζευγάρι στο συμπέρασμα ότι έχω κάποιο σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν και εντελώς ψέματα.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 11, 2014

Υπάρχει τόση δυστυχία στον κόσμο...

...αυτό δεν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα; Είναι φανταστικό (δηλαδή καθόλου φανταστικό) ότι όταν λες σε καποιον φίλο σου ότι είσαι στενοχωρημένος, αυτή είναι μια πολυ συνηθισμένη απάντηση. Βέβαια δεν τίθεται έτσι, γιατί έτσι αποκαλύπτεται το πόσο αναίσθητη και εγωκεντρική είναι αυτή η προσέγγιση (πιο εγωκεντρική από το να στενοχωριέσαι για τα δικά σου προβλήματα!). Συνήθως σου λένε: μα σκέψου τι δύσκολα περνάνε οι άνθρωποι στο Χ μέρος του κόσμου (εκεί που έγινε η πιο προσφατη μεγάλης κλίμακας τραγωδίας που καλύπτουν τα μέσα)..  ή μα σκέψου τι τραβάει ο Χ συγκερκιμένος άνθρωπος... ή θες να σου πω κάτι πραγματικά κακό: ο Χ φίλος μου έχει την Χ αρρώστια.

Πολλές φορές οι άνθρωποι που σου λένε τέτοια, σε προσωικό επίπεδο, έχουν καλές προθέσεις.Ισως πραγματικά, μια σύγκριση με τη δυστυχία που υπάρχει γύρω σου, να σε κάνει να "βάλεις τα πράγματα σε προοπτική"  οπως θα έλεγαν. Και πάλι όμως, δεν είναι απίστευτα εγωιστικό να νιώσεις καλύτερα για τον ευατό σου επειδή άλλοι περνάνε χειρότερα; Δηλαδη πως βοηθάει αυτό τους άλλους; Αν είσαι σε μια δουλειά που μισείς, η λύση δεν είναι να σκεφτείς ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν δουλειά. Δεν πρόκειται να κάνει τη δουλειά σου καλύτερη, ούτε να βρει δουλειά  στους άνεργους. Είναι μια απολύτως  μη-παραγωγική σκέψη και θα έλεγα και κονωνικά και προσωπικά βλαβερή. Αν δεν αναλαμβάνεις ποτέ δράση για να βελτιώσεις τη ζωή του, επειδή "υπάρχουν και χειρότερα", δε θα κάνεις ποτέ τίποτα. Επίσης, άνθρωποι που περνάνε δύσκολες στιγμές, ή που υποφέρουν από κατάθλιψη, είναι πιθανόν απλά να νιώσουν χειρότερα στη σκέψη ότι υπάρχουν τόσοι δισεκατομμύρια άνρθωποι που έχουν σοβαρά προβλήματα.

Τι ακριβώς πρέπει να κάνεις; Να σκέφτεσαι συνέχεια ότι κάποιος έιναι χειρότερα από σένα και να αγνοείς τα δικά σου προβλήματα; Δηλαδή να μην σκέφτεσαι για τη δική σου ζωή, αλλά μόνο για τις ζωές των άλλων; Πολύ απλά δεν γίνεται, οι άνθρωποι δεν λειτουργούν έτσι. Επισης, όσο άσχημο και να ακούγεται πάντα υπάρχει κάποιος κάπου που είναι χειρότερα. Πάντα. Αν κάποιος είναι σοβαρά άρρωστος, υπάρχουν  άνρθωποι που είναι σοβαρά άρρωστοι και δεν έχουν καμία πρόσβαση σε περίθαλψη. Ή είναι μόνοι και δεν έχουν κανένα φίλο ή συγγενή να τους στηρίξει, κοκ. Δεν ξέρω τι νόημα έχει ή τι παρηγοριά θα έδινε αυτή η σκέψη σε κάποιον που είναι σοβαρά άρρωστος.

Το θέμα είναι νομίζω ότι απλά οι άνθρωποι ΔΕΝ θέλουν να ακούσουν για τα προβληματά σου. Γιατί έχουν και αυτοί προβλήματα (αν και όχι πάντα χειρότερα, χο χο). Αυτή είναι η αλήθεια τελικά, εκεί έχω καταλήξει. Σου λένε "παρηγορητικές" βλακείες για να σε ξεφορτωθούν και να γυρίσουν στη ζωή τους, με όσο το δυνατόν λιγότερα βάρος. Η απόδειξη είναι ότι αν έχεις ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα (αρρώστια είναι κάτι που θεωρείται σοβαρό από όλους γενικώς, αν και εκεί μπορεί να ακούσεις διάφορα για ΑΚΟΜΑ πιο σοβαρές αρρώστιες), να σου πω ένα μυστικό: ούτε τότε θέλει κανένας να του μιλάς για αυτό. Τότε θέλει ακόμα λιγότερο να σε ακούσει από όταν το πρόβλημά σου ήταν κάτι 'ασόβαρο' όπως ότι δεν έχεις λεφτά για σινεμά. Τότε είναι που δεν θέλει να ξέρει ΤΙΠΟΤΑ και μπορεί ακόμα και να αρνηθεί, στο βαθμό του δυνατού, ότι υπαρχει πρόβλημα. Γιατι τότε ο άλλος έρχεται αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με την δυστυχία που υπάρχει στον κόσμο, και όχι με μια θεωρητική εκδοχή της (τι τραβάει ο Χ 'άλλος').

Και εδώ φαίνεται η πραγματική υποκρισία της ατάκας "υπάρχουν και σοβαρότερα προβλήματα". Εχω προσπαθήσει κάποιες φορές να μιλήσω για έναν φίλο μου που πέθανε με ανθρώπους που δεν ήταν φίλος τους, αλλά τον ήξεραν, και η αντίδραση είναι ένα αμήχανο κενό και η αλλαγή κουβέντας. Μέχρι και αστεία έχω ακούσει ως αντίδραση. Και εγώ η ίδια όμως έχω άντιδράσει κάπως έτσι όταν ήθελε να μου μιλήσει για αυτόν ο καλύτερος του φίλος, στον ένα χρόνο της επέτειου του θανάτου του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Θέλω να πω, τα παραπάνω δεν τα λέω για να πω: τι κακοί που είναι οι άνθρωποι που δεν σε ακούνε γιατί όλοι έτσι είμαστε. Είναι πραγματικά δύσκολο να κάτσεις και να ακούσεις κάποιον άνθρωπο που περνάει κάτι πολύ δύσκολο. Και πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε να βελτιωθόυμε σε αυτό το θέμα. Να μπορούμε να αντικρύσουμε κατάματα μια άσχημη κατάσταση που ζει ενας φίλος του και να πουμε: Ναι είναι απαίσιο αυτό που ζεις. Χωρίς αστεία, χωρίς αλλαγή θέματος, χωρίς καμία πίεση να μιλήσει περισσότερο ή λιγότερο ο άλλος.  Το να λες σε κάποιον που ζορίζεται ότι υπάρχουν και χειρότερα είναι ακριβώς το αντίθετο της βοήθειας και της υποστήριξης. Αρνείσαι την πραγματικότητα των συναισθημάτων του και τη σοβαρότητα της εμπειρίας του.