Σάββατο, Απριλίου 07, 2012

Kindness of Strangers

Σας έχει τύχει ποτέ να νιώσετε σαν ξένος; Δεν λέω θεωρητικά, όπως ο ξένος του Καμύ, δηλαδή αποξενωμένος. Εννοώ ξένος, μετανάστης, τριτοκοσμικός, ο μαλάκας της υπόθεσης; Αυτός που πρέπει να του μιλάνε σαν βλάκα για να καταλάβει; Που τον αντιμετωπίζουν σαν κάτι λιγότερο από τους υπόλοιπους; Που είναι "ενδιαφέρων" αλλά θέλει "ειδική μεταχείριση"; Δε θα το πίστευα ποτέ ότι θα μου συνέβαινε σε μια μεσογειακή χώρα, αλλά έτσι με έκανε να νιώσω μια κοπέλα εδώ στην Ισπανία. Δεν κάνουμε παρέα πιά, αλλά δυστυχώς βλέπω την φάτσα της στο facebook. Εγω πει ότι είναι παιδιάστικο να σβήνεις κάποιον απο το facebook επειδή σε έχει νευριάσει, αλλά πραγματικά θέλω πολύ να το κάνω. Απλά γιατί δεν μπορώ να την βλέπω, όχι για να την πικάρω. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Θα προσπαθήσω να είμαι αντικειμενική, αλλά όχι πολύ, γιατί είπαμε, αυτή τη στιγμή  νιώθω ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα αντιπάθειας απέναντί της, μόλις είδα την ηλίθια φάτσα της στο facebook και συγχύστηκα.

Αυτή τη κοπέλα, περιέργως πως, ήταν από τα άτομα που με προσέγγισαν αμέσως όταν μετακόμισα εδώ. Λοιπόν αυτή η κοπέλα, όχι αμέσως βέβαια, αλλά μετά από μερικούς μήνες γνωριμίας με κάλεσε σπίτι της στα γενέθλιά της. Οπου όλες οι άλλες κοπέλες (γιατί ήταν girls night, με υποχρέωσες κοπελιά!) ήταν όχι απλά φίλες της, κολλητές της. Ισπανίδες από τη Μαδρίτη, με αυτά τα μαδριλένικα, που μόνο αν έχεις ζήσει εδώ δυο τρία χρόνια τα πιάνεις όλα. Δεν μιλάω μόνο για ταχύτητα, αλλά και για απίστευτη αργκώ. Τελοσπάντων, εγώ τότε (σαν αφελής χαζή ξένη) ένιωθα σχεδόν ευγνωμοσύνη που κάποιος με κάλεσε σε ένα λοκάλ πάρτι. Κακώς, αλλά έτσι ένιωθα. Και βάζω και αυτό στην εξίσωση, γιατί αυτό ήταν το πρόβλημα. Αυτή η κοπέλα νόμιζε ότι μου έκανε χάρη που με έκανε παρέα. Και γιατί το έκανε; Δεν θέλω να παρατείνω άλλο το σασπενς, αλλά το έκανε (όπως το ανέλυσα μετα, με τις αλάθητες μεθόδους μου) για δύο λόγους:

-Μπορεί να φαίνεται ανόητο, αλλά για τους Ισπανούς είμαστε κάτι εξωτικό. Οπως ίσως και αυτοί για εμάς; Για αυτό και εμενα μου ανάβουν τα λαμπάκια όταν ακούω ανθρώπους να θέλουν να γνωρίσουν "εξωτικούς πολιτισμούς" και "ιθαγενείς". Ολοι άνθρωποι είμαστε, σε κανέναν δεν αρέσει να αντικειμενοποιείται, έστω και με θετικό τρόπο. Λοιπόν αυτή η κοπέλα, η Λάουρα (έτσι τη λέγανε, μια φορά που γράφω και για κάποιον που σίγουρα δεν διαβάζει το μπλογκ και δεν είναι ανάγκη να αλλάξω/να μην αναφέρω ονόματα!) ήθελε να έχει στη συλλογή της, στο book της, πως να τω, μια εξωτική φίλη από την γοητευτική Ελλάδα. Ενα token του πόσο ενδιαφέρων και ανοικτός χαρακτήρας είναι η ίδια.

-Δεύτερον, και χειρότερο: πέρα από το εξωτικό της υπόθεσης, η Λάουρα θεωρούσε ότι έκανε ένα είδος φιλανθρωπίας. Μάζεψε που λέει ο λόγος την ξένη που δεν είχε παρέες, που δεν καταλάβαινε πολυ καλά τη γλώσσα, και την έκανε φίλη της. Τοοοοσο καλή. Οι Ισπανοί γενικά έιναι ψυχοπονιάρηδες, και δεν ξέρω, ίσως αν ήμουν χωρίς τον ήλιο μοίρα (οικονομικά ή ψυχολογικά) να ένιωθα ευγνωμοσύνη για την υποκριτική φιλοξενία της Λάουρας. Αλλά δεν είχα τόση ανάγκη. Και μετά από την εμπειρία αυτή, απόρώ και αν οι άνθρωποι που έχουν πραγματικά ανάγκη δεν αγανακτούν κατά βάθος με τους φιλάνθρωπους, ακόμα και τους πιο ειλικρινείς.

Το παζλ το συνέδεσα μετά, αλλά το πρώτο δείγμα ήταν το πάρτι. Αν καλείς κάποιον που δεν μιλάει καλά τη γλώσσα στο πάρτι σου ή μάλλον στη συγκέντρωσή σου, γιατί είμασταν έξι-εφτά άτομα, φαντάζομαι προσπαθείς να τον γνωρίσεις σε κόσμο, να τον βάλεις στην κουβέντα, να τον κάνεις να νιώσει άνετα κλπ. Οχι όμως αν είσαι  "φιλάνθρωπος". Τότε και μόνο το γεγονός ότι καταδέχτηκες να καλέσεις τον ξένο αρκεί, οπότε μετά, να πάει να κουρεύεται. Και κάθεσαι και μιλάτε με τις φίλες σου για θέματα εντελώς προσωπικά και ιδιαίτερα, τα οποία και να μίλαγα τότε τα γαμάτα ισπανικά του δρόμου, δεν θα τα καταλάβαινα. Οταν όμως είμασταν μόνες, η Λάουρα έκανε κάθε προσπάθεια να μου ε-ξη-γη-σει τις δύσκολες λέξεις που χρησιμοποιούσε. Mi-so-gi-n-ismo, di-a-rre-a, di-sco-lo. Οταν της έλεγα ότι αυτές οι λέξεις ήταν ελληνικές, γινόμουν αποδέκτης ενός συγκαταβατικού, σχεδόν λυπημένου βλέμματος. Δεν το πίστευε. Οταν ξεκίνησε η κρίση, με ρώτησε αν χρειαζόμουν λεφτά. Δεν ξέρω αν αυτό θεωρείται καλό, εγώ το θεώρησα υπεροπτικό πάντως. Και για μια άλλη φορά υποκριτικό: δηλαδή αν της έλεγα ότι θέλω 300 ευρώ, θα μου τα έδινε; Επρεπε να το είχα ζητήσει, ως κοινωνιολογικό πείραμα. Οταν της είπα ότι έχουμε βουνά με χιόνι (ω, ναι!) και στην Ελλάδα, με κοίταξε με δυσπιστία και ρώτησε: Εννοείς με ψεύτικο χιόνι, όπως στο Ντουμπάι; (έτσι για να συνέρχομαστε λίγο και να βλέπουμε τι εικόνα έχουν οι άλλοι για εμάς, όχι ότι ήταν φωστήρας η Λάουρα, αλλά εντελώς ηλίθια δεν ήταν. Απλά λίγο ρατσίστρια, χωρίς να το ξέρει κιόλας). Αλλες φορές, όταν γυρίζαμε με το αμάξι από το πιλάτες μου έλεγε πως κάνει προσπάθεια να μου μιλάει πιο αργά, γιατί ξέρει ότι δυσκολεύομαι να την καταλάβω. Αυτό όταν πλέον είχα κλείσει δυο χρόνια στην Ισπανία, και μπορούσα όχι μόνο να μιλάω, αλλά και να τσακώνομαι στα ισπανικά (η ικανότητα να τσακωθείς είναι το πρώτο δείγμα ότι ξεκινάς να νιώθεις άνετα με μια γλώσσα).

Τα πράγματα συνεχίστηκαν κάπως έτσι. Η Λάουρα δεν έκανε καμία προσπάθεια να με γνωρίσει καλύτερα, απλά με έβγαζε έξω για βόλτα και show and tell όποτε ήταν με άλλους, δηλαδή με τον γκόμενό της ή μια-δυο φίλες της. Πάντα στο μπαρ που ήταν κάτω από το σπίτι της, και μισή ώρα μακριά από το δικό μου. Δεν με πείραζε, γιατί κατά βάθος την βαριόμουν λίγο και έλεγα όχι με λιγότερες τύψεις. Αρχισα όμως να ενοχλούμαι από τον τρόπο που το έλεγε και το ζητούσε. Ηταν πάντα κάτι σαν: άντε, έλα και εσύ βρε, αφού θα βγω που θα βγω. Δεν έχει σημασία γιατί τελικά τσακωθήκαμε και δεν ξαναμιλήσαμε, και τώρα με νευριάζει η φάτσα της στο facebook, είχε πάντως σχέση με την αντίληψή της ότι μου έκανε χάρη όταν με συναναστρεφόταν. Τώρα θα σας πω το σκηνικό που με έκανε, εκ των υστέρων, να καταλάβω πώς σκεφτόταν.

Ημουν σε ένα μπαρ που συχνάζαμε. Εγώ, επειδή ήμουν σχεδόν μέρος του προσωπικού εκεί, είχα γνωρίσει πλέον και αυτούς που πουλάνε λουλούδια, αναπτήρες, γυαλιά με φωτάκια κλπ, και τους χαιρετούσα. Σε κάποια φάση, ούσα χωρίς τη Λάουρα στο μπαρ, μπηκε ενας τύπος χαμογελαστός και άρχισε να δέχεται συγχαρητήρια και ποτά στο μπαρ. Κατάλαβα από τα συμφραζόμενα ότι ήταν κάποιος μετανάστης που έβγαλε άδεια παραμονής και εργασίας στην Ισπανία και ήθελε να το γιορτάσει. Μου φάνηκε ότι από κάπου τον ήξερα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη. Μετά από λίγη ώρα τον αναγνώρισα ως έναν από τους πλανόδιους, απλά ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα χωρίς τα γυαλιά με φωτάκια στο πρόσωπο του, και γενικότερα χωρίς να είναι φορτωμένος από την κορφή ως τα νύχια με διαφόρα μπιχλιμπίδια. Μπράβο συγχαρητήρια, που θα δουλεύεις τώρα; Σε ένα εστιατόριο, τέλος τα πλανόδια, θα στέλνω λεφτά στην Ινδία, μπορεί να έρθει και η γυναίκα μου το παιδί κλπ. Ο άνθρωπος δεν έκατσε πολυ, μια μπύρα ήπιε και έφυγε. Δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω τίποτε άλλο, ούτε να γίνω φίλη του. Αυτό που σκεφτήκα ήταν πόσο διαφορετικός ήταν χωρίς την "φόρμα εργασίας" και πως τείνουμε να μην βλέπουμε ακριβώς ως συν-ανθρώπους, ως ομοίους μας, ως ίδιους με εμάς, τους ανθρώπους που δουλεύουν στο δρόμο.

Δεύτερη λήψη τώρα, με τη Λάουρα με εμένα στο ίδιο μπαρ, μετά από μερικούς μήνες. Μπαίνει μέσα ο ίδιος Ινδός, για να πιεί μια μπυρίτσα πάλι. Λέω στη Λάουρα (γιατί και αυτή πέρναγε αρκετές ώρες εκεί, και σίγουρα τον είχε δει): ποιός είναι αυτός; Δεν ξέρω, μου λέει. Τον ξέρεις, της λέω, έρχεται εδώ, απλά παλιά ήταν λίγο διαφορετικός. Με τίποτα δεν μπορούσε να τον θυμηθεί η Λάουρα. Της το ξεφουρνίζω στο τέλος, είναι ο τύπος με τα γυαλιά με τα φωτάκια και τους αναπτήρες. Α, ναι!! Ε, ναι, έβγαλε τα χαρτιά του και δεν κάνει πια αυτή τη δουλειά, είχε ξαναπεράσει μαι φορά από εδώ. Η Λάουρα λοιπόν, σηκώνεται, αυτός καθόταν σε ένα τραπέζι δίπλα μας, μόνος και σχετικά ντροπαλός. Πάει λοιπόν και τον αγκαλιάζει, σχεδόν με δάκρυα στα μάτια. Πόσο χαίρομαι για σένα, πως σε λένε; Τζον. Τζον, πόσο χαίρομαι για σένα. Αγκαλιές, σταυρωτά φιλιά. Ξέρω πόσο δύσκολο είναι να βγάλεις τα χαρτιά σου (τίποτα δεν ξέρεις). Τελευταία αγκαλιά, συγκαταβατικό σφίξιμο γύρω από τους ώμους του Τζον. Χαίρομαι πολύ για σένα, αλήθεια. Θες να κάτσεις μαζί μας; Δεν φάνηκε να πολυήθελε, αλλά στην φιλανθρωπία δύσκολα λες όχι. Η Λάουρα με μάτια που λάμπουν πλέον, από δάκρυα ή από ενθουσιασμό δεν ξέρω, ξεκινάει την συζήτηση, μιλώντας αργά. Μπρα-α-αβο...μιιλα-ας πο-ολυ-υ καλα-α-α ισπανικα-α-α. Πως τα έ-ε-μαθες;; Μπρα-α-αβο! Και δεν μου λε-ε-ες: πω-ως σου φαινονται-αι-αι-αι οι γυναικε-ε-ες ε-δώ; Ει-μαστεε-ε πο-ο-ολυ-υ-υ σέ-ε-εξιιι, ε-ε-ε-ε-ε; Καμι-ι-α σχέ-εση με την Ινδίιι-α, εεεε; Κα-τα-λα-βαι-αι-νεις τι ση-μαι-αι-νει σεε-εξι-ι, έ-τσ-ιι;;