Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

The past is not what it used to be

Το χρόνο πολλές φορές τον μετράς με ταινίες -και με τραγούδια. Πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που έδινα Πανελλήνιες; Όσος έχει περάσει από τότε που βγήκε το Creep. Πότε ήμουν στην Γλασκώβη; Όταν βγήκε το Midnight Vultures. Το σύστημα λειτουργεί και αντίστροφα βέβαια, είναι θέμα τι σου έχει εντυπωθεί περισσότερο, τα γεγονότα της ζωής σου ή τα τραγούδια και οι ταινίες.

Με τις ταινίες ειδικά, υπάρχουν και διαβαθμίσεις στη μέτρηση του χρόνου: Πότε βγήκε η ταινία στο σινεμά, πότε στο βίντεο, πότε στην τηλεόραση; Παλιότερα ήταν αρκετά μεγάλα τα διαστήματα αυτά, περνούσε στάνταρ ένας χρόνος μέχρι να βγει η ταινία στο βίντεο και μπορεί 2-3 μέχρι να παιχτεί στην τηλεόραση. Θυμάμαι ότι συνειδητοποιήσαμε με τον τότε φίλο μου ότι είμασταν καιρό μαζί, όταν διαβάσαμε ότι θα παιχτεί στην τηλεόραση το L.A. Confidential. Κοιταχτήκαμε με τρόμο και δέος και ψελλίσαμε: αυτή τη ταινία την είχαμε δει στα πρώτα μας ραντεβού, και τώρα παίζεται στην τηλεόραση; Στην τηλεόραση παίζουν ΠΑΛΙΕΣ ταινίες. Τότε τουλάχιστον.

Μια σειρά από τέτοια τυφλά χτυπήματα της μοίρας με έκαναν να καταλάβω ότι έχω μεγαλώσει πια. Αλλά δε θα φανταζόμουν ποτέ, μα ποτέ, ότι θα έβγαινε τόσο σύντομα σε επανέκδοση ταινία που έχω δει, όχι στα μικράτα μου με γονείς, ούτε σε φάση άγουρης εφηβείας, αλλά εντελώς ενήλικας και συνειδητοποιημένη. Μιλάω φυσικά για το Νεκρό που παίζεται αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες.


Το σοκ είναι ακόμα φρέσκο και δεν μπορώ να το επεξεργαστώ, αλλά πείτε μου ότι οι διανομείς τρελάθηκαν, ότι θέλουν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία του Johnny Depp με τους Πειρατές, πείτε μου ότι σήμερα οι ταινίες παλιώνουν γρηγορότερα, πείτε μου οτιδήποτε τελος πάντων εκτός από το ότι θα αρχίσουν από τώρα να βγαίνουν σε επανέκδοση ταινίες που είχα δει ως φοιτήτρια. Δεν είμαι ακόμα έτοιμη να νιώσω τόσο μεγάλη. Χριστέ μου, σε λίγο θα θεωρούνται oldies but goodies οι White Stripes και οι Strokes και θα τους προλογίζει ο Μαστοράκης στο Radio Gold. Ή αυτό έχει γίνει ήδη;

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Lost

Όταν γυρνάς από τις διακοπές, πάντα έχεις χάσει κάτι. Μια αποτίμηση όσων χάθηκαν στις καλοκαιρινές διακοπές του 2007, μέχρι τώρα τουλάχιστον:

Χαμένα αντικείμενα
  • Η αγαπημένη μου πετσέτα θαλάσσης, ήταν κοραλί, είχε πάνω τον γλυκύτατο Tigrou, την είχα αγοράσει από τη Disneyland στο Παρίσι και την είχα για 6 χρόνια. Ξεχάστηκε να στεγνώσει σε καρέκλα σε ταβέρνα της Φολεγάνδρου, όποιος βρει τον Tigrοu να τον προσέχει. Tigrou μου, σε αγαπούσα πολύ, αλλά είμαι αφηρημένη!
  • Το cd με τα τελευταία πράγματα που είχα κατεβάσει από το soulseek, 15 folders με 20 τραγούδια το καθένα, ξέμεινε στο cd player του νοικιασμένου αυτοκινήτου, καλύτερα, έχει γίνει λίγο βραχνάς αυτό το τζάμπα. Ελπίζω να αρέσει στον επόμενο που θα νοικιάσει το αμάξι (για να αλλάξεις folder στο cd πατάς τα κουμπιά up/down, μου πήρε τρεις μέρες να το βρω).
  • Ο φορτιστής του κινητού μου. Τον οποίο δεν έχασα τελικά, αλλά έτσι νόμιζα, οπότε μετράει. Έμεινα μια μέρα χωρίς κινητό, για να ανακαλύψω φυσικά μετά ότι παρά τον πανικό μου για τα άπειρα σημαντικά τηλέφωνα που είχα χάσει, κανείς δεν με είχε πάρει τηλέφωνο.
  • Οι δρόμοι και οι προορισμοί. Ηθελημένα και αθέλητα.

Χαμένες ψευδαισθήσεις
  • Ότι η πρώτη βουτιά κάθε μπάνιου θα σταματήσει να μου προκαλεί μίνι καρδιακό.
  • Ότι θα υπάρξει κάποτε καράβι με το οποίο θα μπορείς να ταξιδεύεις σαν άνθρωπος. Δηλαδή σχετικά γρήγορα και σχετικά άνετα.
  • Ότι κάποτε θα σταματήσει να χτίζεται η Σαντορίνη.

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2007

Το δάσος που εξαφανίστηκε

Στο εκπληκτικό παραμύθι του Νόρτον Τζάστερ, "Τα διόδια της Φαντασίας" (The Phantom Tollbooth), ο Μίλο, ο ήρωας της ιστορίας, μεταξύ άλλων σουρεαλιστικών περιπετειών, επισκέπτεται και μια πόλη που δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι περπατούν στον δρόμο για να πάνε στη δουλειά τους, κοιτάνε τα ρολόγια τους, μπαινοβγαίνουν στα λεωφορεία, αλλά ο χώρος γύρω τους είναι κενός. Δρόμος δεν υπάρχει. Ούτε κτίρια, ούτε δέντρα. Δεν υπάρχει τίποτα, επειδή οι άνθρωποι είχαν πάψει να προσέχουν την πόλη γύρω τους. Η πόλη λέγεται Πραγματικότητα και παλιότερα ήταν όμορφη. Τόσο όμορφη όσο η δίδυμή της πόλη, οι Ψευδαισθήσεις. Οι κάτοικοι της Πραγματικότητας αποφάσισαν όμως ότι όλα θα λειτουργούσαν πιο αποτελεσματικά, αν πηγαίναν παντού όσο το δυνατόν γρηγορότερα και δεν σταματούσαν να κοιτάξουν όσα βρίσκονταν στο δρόμο τους. Έτσι η πόλη σιγά-σιγά εξαφανίστηκε. Χωρίς να το καταλάβει κανείς.
Ήξερα ότι υπήρχε ένα δάσος στην Πάρνηθα, αλλά δεν ήξερα ότι είναι Εθνικός Δρυμός. Δεν είχα ιδέα για τον φυσικό και ζωικό πλούτο του. Δεν το είχα δει ποτέ, και τώρα δεν πρόκειται να το δω ποτέ. Το πιθανότερο είναι ότι αν κάποιος φυσιολάτρης φίλος μου πρότεινε βόλτα εκεί, θα του αντιπρότεινα μια μπύρα στα Εξάρχεια.

Τελικά το δάσος που είχαν σταματήσει να βλέπουν οι άνθρωποι, εξαφανίστηκε, ακριβώς όπως η πόλη στο παραμύθι του Τζάστερ.

Γιατί εμείς οι Αθηναίοι περιφρονούμε με τόσο πάθος τα δάση, τα πάρκα και τις πλατείες μας;