Τις προάλλες είχα πάει σε ένα από αυτά τα εναλλακτικά καφέ της Μαδρίτης, που το έχει ένα ασχημούτσικο ζευγάρι στα 30. Πάω λοιπόν στο καφέ, κάθομαι και όπως πάντα, δεν ερχόταν κανένας να μου πάρει παραγγελία. Δεν άντεχα να περιμένω υπομονετικά, γιατί πείναγα αφόρητα. Σηκώνομαι λοιπόν, πηγαίνω στο μπαρ και λέω χαμογελώντας στην κοπέλα, η οποία φορούσε μαύρο ζιβάγκο και είχε τα μαλλιά της πλεξίδα: «Γεια». «Γεια» μου απαντάει απότομα και η κοτσιδού, με ένα σοβαρό, επικριτικό ύφος. Το να μην περιμένεις να έρθουν στο τραπέζι σου οι σερβιτόροι σε εναλλακτικά καφέ και να πηγαίνεις εσύ σε αυτούς, υπονοεί κάποιο είδος βιασύνης ή πίεσης, κάτι απαράδεκτο στα εναλλακτικά καφέ σε όλο τον κόσμο. Κανείς δεν επιτρέπεται να βιάζεται. Και μετά σου λέει «απαγορεύεται το απαγορεύεται». Ήξερα ότι το αμάρτημά μου ήταν μεγάλο, με κατέβαλε η αμηχανία και δεν ήξερα πώς να αρχίσω. Αφού κοιτιόμασταν στα μάτια για λίγο και προκειμένου τα τελειώσει το μαρτύριο μου, της λέω το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου: «Κάθομαι εκεί», δείχνοντας με το δάκτυλό μου κάπου στο βάθος. Αυτή με και κοίταξε με ένα συνοφρυωμένο, δήθεν απορημένο ύφος σαν να μου έλεγε «και εμένα τι μου το λές;». «Ναι», απάντησε τελικά αδιάφορα, σταματώντας την πρόταση εκεί. Περίμενα να μου ζητήσει τι θέλω αλλά δεν έλεγε τίποτα, απλά με κοίταζε.Και την κοίταζα κι εγώ. Πάλι. «Θέλω ένα καφέ και ένα κέικ» της είπα, θέλωντας η γη να με καταπιεί. Δεν θυμάμαι αν απάντησε, διατηρούσε πάντως αυτό το ύφος σαν να μην καταλάβαινε καθόλου τι γινόταν ή τι της έλεγα.
Κάθισα χωρίς να ξέρω αν τελικά θα μου έφερναν την παραγγελία , με την αμηχανία μου να έχει χτυπήσει κόκκινο. Ο μόνος λόγος που δεν σηκώθηκα να φύγω επιτόπου είναι κάτι ασκήσεις αυτοπεποίθησης και κοινωνικής ωριμότητας που καταπιέζω τον ευατό μου να κάνει. Μετά από λίγο ήρθε το έτερο μέλος του ζευγαριού, ο άσχημος μουσάτος τύπος, φέρνοντας το κέικ, το οποίο δεν είχε κουτάλι. Και εγώ γέλασα, γιατί σκέφτηκα, φυσικά και δεν έχει κουτάλι. «Τι έγινε;» μου είπε αυτός. «Τίποτα» λέω εγώ. «Όχι, πες μου» απάντησε αυτός με αυτή την ήρεμη χίπικη απορία. «Ε…» ξεκινάω εγώ, και δεν ήμουν σίγουρη ότι θυμόμουν καλά τη λέξη κουτάλι στα ισπανικά, «δεν έχει κουτάλι για το κέικ». Αυτός κοίταξε τα χέρια του, όπου ακόμα κρατούσε τον δίσκο με τον καφέ, πάντα με την ίδια λυπημένη απορία για τις απαιτήσεις μου. «Το κουταλάκι του καφέ σου κάνει;» μου είπε. «Ναι μου κάνει», είπα εγώ, γιατί δεν άντεχα άλλο αυτή τη συζήτηση, ένιωσα εντελώς σπαστικιά. Όταν μου ακούμπησε τα πράγματα στο τραπέζι στάθηκε για λίγο από πάνω μου και εξακολουθούσε να με κοιτάει, ή εγώ τουλάχιστον ένιωθα το βλέμμα του πάνω μου. Χωρίς να τον κοιτάζω άνοιξα για να διαβάσω δήθεν ένα βιβλίο, αλλά έκανα μια απίστευτη γκριμάτσα, βγάζοντας την γλώσσα έξω σαν να έκανα εμετό. Παράλληλα μιλούσα λίγο στον εαυτό μου όπως έκανα συχνά όταν αγανακτούσα στην Ισπανία, στα ελληνικά μουρμουρίζοντας «ηλίθιε, βλάκα, κοντέ, μούσια».
Όταν φύγω από τη Μαδρίτη θα μου λείψει πραγματικά η χαρά του να λέω κάτω από την ανάσα μου, σε όποιον με σπρώχνει στο δρόμο ή με ενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο, «παλιομαλάκα». Ο μούσιας στάθηκε λίγο ακόμα από πάνω μου, πραγματικά δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτόταν και μετά πήγε πάλι μέσα. Ήθελα να σηκωθώ και να φύγω αμέσως αλλά δεν το έκανα. Γιατί δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον κόσμο εδώ; σκεφτόμουν. Είμαι ήδη τρία χρόνια σε αυτή τη χώρα, τι κάνω λάθος; Που βρίσκεται επιτέλους το μυστικό της ομαλής πολιτιστικής επικοινωνίας μεταξύ εμού και των Ισπανών; Γαμώ τη Μεσόγειο μου μέσα δηλαδή, υποτίθεται ότι όλοι μοιάζουμε σε αυτή τη θάλασσα. Και γιατί το εναλλακτικό ζευγάρι είναι σήμερα τόσο έξτρα περίεργο μαζί μου; Μήπως επειδή φαίνεται ότι έχω έρθει από το κομμωτήριο και έχω βαφτεί, νομίζουν ότι είμαι μια παλιοαστή, πουλημένη στις πολυεθνικές; Αν είχα έρθει χύμα, με πλαστική γυαλιστερή φόρμα και τα μαλλιά σε λαστιχάκι, όπως αυτές οι δυο κοπέλες δίπλα, σίγουρα δε θα μου είχαν φερθεί έτσι.
Έφαγα το κέικ τόσο γρήγορα που μου έκατσε στο λαιμό, ήπια λίγο από τον καφέ, που ήταν όπως πάντα χάλια και προσπάθησα να βρω την τιμή όσων είχα παραγγείλει στον κατάλογο για να φύγω χωρίς να τους ξαναδώ. Δυστυχώς όμως το κέικ δεν ήταν στον κατάλογο. Μάζεψα όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω την κοτσιδού στο μπαρ. Για κάποιον άγνωστο λόγο μου χαμογέλασε, με έναν τρόπο που φαινόταν ειλικρινής και όλη η συναλλαγή μας ήταν αναπάντεχα φιλική. Δεν ήξερα τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή στη συμπεριφορά της. Υποθέτω οι γκριμάτσες εμετού που έκανα μπροστά στον μούσια και το γεγονός ότι μιλούσα και έβριζα μόνη μου σε ξένη γλώσσα οδήγησε το ζευγάρι στο συμπέρασμα ότι έχω κάποιο σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο δεν ήταν και εντελώς ψέματα.