Όταν έφτιαχνα το σπίτι μου, δέχτηκα την επίσκεψη πολλών και διάφορων μαστόρων. Κάποιοι ήταν ευγενικοί και σωστοί επαγγελματίες και κάποιοι άλλοι απαράδεκτοι. Ειδικά όταν ήμουν μόνη στο σπίτι, τόσο περισσότερο αυξάνονταν οι πιθανότητες να αντιμετωπίσω αδιαφορία ή άσχημη συμπεριφορά (έχω κάνει και στατιστική ανάλυση, μη νομίζετε). Ανοίγεις την πόρτα, βλέπει ο άλλος ένα κοριτσάκι (ή αυτό νομίζει ότι βλέπει) και σκέφτεται ότι αποκτά αυτομάτως την άδεια να κάνει ο,τι νομίζει. Οι πιο ανώδυνες περιπτώσεις ήταν αυτοί που με είχαν απλώς γραμμένη στα παλιά τους τα παπούτσια. Όταν προσπαθούσα να επέμβω ή να ξεκαθαρίσω κάτι, έπαιρνα ως απάντηση ενοχλημένα μουγκρητά, αόριστες απαντήσεις, ή «κοπελιά αυτό που λες δε γίνεται, γιατί έτσι». Αλλά αυτό ας πούμε ότι δεν είναι το χειρότερο, έχω κάνει και εγώ ένα φεγγάρι ως ενός είδους μάστορας (εγκαθιστούσα προγράμματα σε υπολογιστές) και όντως από ένα σημείο και μετά βαριέσαι να απαντάς σε χαζές ερωτήσεις.
Οι χειρότεροι ήταν όμως αυτοί που φέρονταν σαν να σου κάνουν χάρη που έρχονται σπίτι σου να σου πάρουν λεφτά και αυτοί που γκομένιζαν. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο κλειδαράς και ο τηλεορασάς (ή κεραιάς). Έρχεται λοιπόν ο κλειδαράς σπίτι μου, να εγκαταστήσει μια κλειδαριά ασφαλείας, αφού έχει φυσικά αργήσει κάνα τρίωρο και με το που μπαίνει μες το σπίτι αρχίζει τη γκρίνια: τι γειτονιά είναι αυτή, έχουν αγοράσει όλοι οι βλάχοι σπίτια και τα νοικιάζουν σε ξένους, ξέρω εγώ κοπελιά, εδώ μεγάλωσα (και εγώ μεγάλε, αλλά τι να σου λέω τώρα), τι κωλοπολυκατοικία είναι αυτή, η πόρτα σου είναι ετοιμόρροπη, γιατί νοίκιασες αυτό το κωλόσπιτο, η κλειδαριά ασφαλείας σε μάρανε, α ρε κοπελιά τι με βάζεις να κάνω. Ο άνθρωπος δε σταμάτησε να φωνάζει και να βρίζει όση ώρα ήταν εκεί, είτε σε εμένα είτε σε φίλους του στο τηλέφωνο (άσε ρε Μπάμπη γαμώ το κέρατό μου, είμαι σε ένα ερείπιο στη Βικτώρια, ναι ρε συ, θέλουν και κλειδαριά, άσε με έχω τα νεύρα μου). Επίσης είχε έρθει μεσημέρι και (τι να κάνουμε τώρα) έβγαλε το τρυπάνι και το πριόνι και έκανε ένα κολασμένο θόρυβο. Εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι και άρχισα να τηλεφωνώ φίλες μου, με τα νεύρα τσατάλια από τις φωνές του και τη φασαρία, ελπίζοντας ότι το μαρτύριο αυτό θα τελειώσει σύντομα και δε θα γίνει επανάσταση στην πολυκατοικία. Ο τύπος είχε αυτό που λέω «σύνδρομο ταξιτζή»: δε μου αρέσει η δουλειά που κάνω και ξεσπάω πάνω σου. Τι σημασία έχει που πήρε 60 ευρώ για μιας ώρας δουλειά ενώ εγώ βγάζω τόσα με 16 ώρες δουλειά; Έπρεπε ο άνθρωπος να ξεδώσει κάπως και φυσικά το «κοριτσάκι» είναι το πιο εύκολο θύμα. Αμφιβάλλω αν του είχε ανοίξει την πόρτα κάποιος μαντράχαλος αν θα είχε την ίδια συμπεριφορά. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι φυσικά δεν έκανε καλή δουλειά και η κλειδαριά αυτή έχει χαλάσει περί τις 3 φορές από τότε που την έβαλε. Γιατί τέτοιοι τύποι δεν είναι ποτέ καλοί επαγγελματίες.
Ο επόμενος κορυφαίος ήταν ο τηλεορασάς. Αφού με ρώτησε τι ζώδιο είμαι, αν μένω μόνη μου και αν έχω κάνει ποτέ ραδιόφωνο γιατί έχω ωραία φωνή, εγκατέστησε την κεραία και μετά προσφέρθηκε να μου βάλει και τα κανάλια στην τηλεόραση. Όχι, του λέω εγώ, δεν είναι ανάγκη. Μα, μου λέει, να σε βοηθήσω θέλω. ΟΚ λοιπόν. Αρχίζει να βάζει τα κανάλια, φτάνουμε και στα αναπόφευκτα τσοντοκάναλα, ο τύπος γυρνάει και με λάγνο βλέμμα με ρωτάει: Τα θες; Ε, όχι, του λέω εγώ. Ο τύπος δίνει την απίστευτη απάντηση: Σιγά ρε, τι θα πάθεις. Δηλαδή, μη μας κάνεις την παρθενοπιπίτσα. Κάθομαι λοιπόν να μου βάλει τα τσοντοκάναλα. Πριν φύγει, μου προτείνει να μου δέσει τα χέρια με καλώδια. Όχι, δεν κάνω πλάκα, ήθελε να μου «δείξει κάτι». Πως κάνει τον ναυτικό κόμπο, δεν ξέρω. Δεν μου είπε ακριβώς «Έλα να σε δέσω». Απλώς στεκόμασταν όρθιοι, αυτός με τα καλώδια στα χέρια και μου λέει: Τέντωσε τα χέρια σου μπροστά να σου δείξω ένα κόλπο. Φυσικά και είχα καταλάβει τι ήθελε να κάνει. Έφερα κάποιες αντιρρήσεις, αλλά αυτός επέμενε. Τελικά, συμφώνησα. Είναι περίεργο πως συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι ήταν ισόποσες δόσεις των παρακάτω σκέψεων: είναι ένας γελοίος τύπος που δεν πρόκειται να κάνει τίποτα κακό, αν του φέρω αντίρρηση τώρα μπορεί να θυμώσει και τέλος: δε θέλω να δείξω ότι φοβάμαι. Ήταν από τις στιγμές που νομίζεις ότι δεν είναι πραγματικές. Του προτείνω τα χέρια, μου κάνει τον ναυτικό κόμπο και μου λέει: «Χα, είδες τι έπαθες; Τώρα μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω». Του απαντάω εγώ: «Ναι, όντως. Πολύ έξυπνο». Και με έλυσε. Με τα πολλά κατάφερα να τον βγάλω από το σπίτι και μετά καθόμουν και κοίταζα το κενό, αναλογιζόμενη τι ακριβώς έγινε.
Θα μπορούσε να είχε συμβεί οτιδήποτε. Οτιδήποτε. Ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω γιατί συμφώνησα σε αυτό το πράγμα. Κάποιες φορές νομίζω ότι ήταν η εξυπνότερη αντίδραση. Πραγματικά ήθελε τόσο πολύ να το κάνει, που πιστεύω ότι αν του έλεγα όχι θα είχαμε χειρότερα. Ίσως και όχι βέβαια. Σίγουρα πάντως ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας από μέρους του. Στο οποίο εγώ πήρα το ρόλο του χαζού θύματος. Στρατηγική απόφαση δεδομένων των συνθηκών, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι φέρθηκα σα θύμα. Σα να ήταν δικαίωμά του να κάνει αυτό που ήθελε και εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να ελιχθώ ανάλογα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πολλές γυναίκες έχουν μάθει να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από την επιθυμία των ανδρών -μόνο. Κάποιος έχει θέσει τους όρους του παιχνιδιού και δε σκέφτεσαι καν ότι θα μπορούσες να τους αλλάξεις. Ίσως αν ήμουν πιο δυναμική, πιο αυταρχική, ή πιο κάτι άλλο που δεν είμαι, να μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα. Αλλά δεν είμαι και ο κόσμος είναι δύσκολος για τις γυναίκες που δεν είναι. Μέχρι να γίνω λοιπόν, ποτέ ξανά μόνη με μάστορα στο σπίτι.