Τις προάλλες είχα πάει για καφέ με μία φίλη μου στην πλατεία Βικτωρίας, κάτω από το σπίτι μου δηλαδή. Δεν ξέρω γιατί ενώ υποτίθεται ότι μετακόμισα -εν μέρει- για να φέρνω φίλους και φίλες σπίτι, τελικά καταλήγω να τους βλέπω όλους έξω. Σχεδόν ακριβώς έξω από το σπίτι μου. Θα μπορούσα να βγω στο μπαλκόνι και να με κοιτάζω από πάνω. Κοιτά τη χαζή που χαλάει λεφτά για να πιει καφέ κάτω από το σπίτι της..
Τέλος πάντων, όταν καθίσαμε στην καφετέρια πρόσεξα έναν ηλικιωμένο κύριο που καθόταν στο βάθος. Μερικοί άνθρωποι έχουν κάτι αλλόκοτο που τραβάει το βλέμμα σου, πριν τους δεις καν. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που εκπέμπουν, πως το συλλαμβάνεις και χωρίς να το συνειδητοποιείς, γυρνάς και τους κοιτάζεις. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ακριβώς στο όριο: άπλυτος, γένια μέχρι το στέρνο, βαθουλωμένα μάγουλα, αλλά αρκετά περιποιημένα ρούχα, στητή στάση και καθαρή ματιά.
Άρχισα να μιλάω με τη φίλη μου και ήμουν εντελώς απορροφημένη στη συζήτηση, όταν ένιωσα ένα χέρι στο σβέρκο μου, γύρισα τρομαγμένη και είδα τον εν λόγω κύριο να στέκεται ακριβώς από πάνω μου. «Θα μου δώσεις ένα τσιγάρο;». Σημειωτέον ότι είχε ήδη ένα πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι του. Του εξηγώ ότι δεν έχω έτοιμο τσιγάρο, γιατί καπνίζω στριφτά. Του πρόσφερα να στρίψει αν ήθελε, αλλά αυτός ήθελε να του στρίψω εγώ ένα τσιγάρο. Τελικά συμβιβαστήκαμε με το να του δώσω μερικά χαρτάκια. Πριν φύγει με διέταξε να στρίψω ένα τσιγάρο για μένα. Γενικά έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους που εισβάλλουν απρόσκλητοι χώρο μου και μου δίνουν και διαταγές, αλλά έκρινα ότι δεν είχε νόημα να τσακωθώ, οπότε αρνήθηκα ευγενικά. Ο καφές συνεχίστηκε με διάφορες παρεμβάσεις από τον κύριο. Πεταγόταν να μας ανάψει τα τσιγάρα, ακουμπούσε το δικό του τσιγάρο στο τραπέζι μας, παρεμβαλλόταν στη συζήτησή μας. Θυμήθηκα μια άλλη φίλη μου, η οποία πάντα έπιανε κουβέντα με όποιον περαστικό ήθελε παρέα. Έλεγε ότι δεν ήθελε να έχει φοβικές αντιδράσεις απέναντι σε αγνώστους, απλώς επειδή είναι διαφορετικοί από το μέσο όρο. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς φοβική αντίδραση, η αλήθεια είναι ότι εγώ ήθελα μόνο να συζητήσω με τη φίλη μου.
Κάποια στιγμή ο κύριος μας είπε ότι το μόνο τηλέφωνο που ξέρει απέξω είναι αυτό της κόρης του. Φαντάστηκα την κόρη του να σηκώνει το τηλέφωνο και να πηγαίνει να τον μαζέψει από διάφορα μέρη, να τον νοικοκυρεύει, μέχρι την επόμενη φορά. Μας είπε και για τον αδελφό του, με τον οποίο τσακώνονται γιατί του λέει ότι δεν πρέπει να ενοχλεί τους άλλους ανθρώπους όταν συζητάνε. Φαντάστηκα τους καυγάδες με τον αδελφό του, ‘γιατί δεν μπορείς να φερθείς φυσιολογικά;’. Ήταν προφανές ότι ο κύριος ήθελε κάποιον να μιλήσει μαζί του, κάποιον που δεν θα είχε κουραστεί από αυτόν. Δοκιμάσαμε λοιπόν να συζητήσουμε, αλλά με λίγη επιτυχία. Δεν ήταν και πολύ εύκολος χαρακτήρας. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ιδιαίτερα αυταρχικού ανθρώπου, αλλά ίσως να τον είχε κάνει αυταρχικό η κατάστασή του. Ή ίσως να περιήλθε στην κατάσταση αυτή επειδή ήταν τόσο αυταρχικός. Το σίγουρο ήταν πως ήταν αλκοολικός, αφού είχε κατεβάσει 3 νεροπότηρα ουίσκι στη μιάμιση ώρα που καθίσαμε εκεί. Αλλά ούτε ο αλκοολισμός γνωρίζω αν ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα της κατάστασής του.
Φύγαμε και μου έμεινε η απορία. Τελικά τι έγινε εδώ; Ήμουν ο καλός άνθρωπος που κατανοεί τα προβλήματα του άλλου και του προσφέρει κάποιες στιγμές επικοινωνίας; Ήμουν ο υποχωρητικός άνθρωπος που δεν μπορεί να διεκδικήσει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, έναν καφέ με τη φίλη του; Το να συζητήσεις με κάποιον διαφορετικό άνθρωπο χωρίς να το θέλεις πραγματικά, είναι απόδειξη μη φοβικής στάσης, ή μήπως είναι η απόλυτα φοβική στάση;
4 σχόλια:
Μου αρέσει που έστω προσπάθησες έστω να συζήτησεις με τον μυστήριο.
Thanks :)
Έτσι η Βικτώρια. Βέρος Βικτωριώτης και 'γώ!
Γειά σου συντοπίτη!!
Δημοσίευση σχολίου