Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Over the Dunes and Far Away

Ψάχνοντας να βρω ένα βιβλίο για να διαβάσω στη Φολέγανδρο, αφού είχα μόλις τελειώσει τη «Μυστική Ιστορία» -εξαιρετικό παρεμπιπτόντως- το μάτι μου έπεσε πάνω στον εξής τίτλο: «Ο Μεσσίας του Dune». Είχα διαβάσει το πρώτο Dune όταν ήμουν 21 και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας Frank Herbert είχε δημιουργήσει ένα δικό του σύμπαν εφάμιλλο σε συγκρότηση με αυτό του «Άρχοντα των Δακτυλιδιών», με διαφορά ότι το Dune είχε εντονότερες θρησκευτικές, οικολογικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις. Και φυσικά ότι το Dune είναι μια διαστημική όπερα που εκτυλίσσεται στο μακρινό μέλλον. Σύμφωνα με τα λεγόμενα στο οπισθόφυλλο, το Dune είναι για το είδος science fiction ότι είναι ο «Άρχοντας» για το είδος fantasy. Περιληπτικά, βρισκόμαστε 22.000 χρόνια στο μέλλον, οι υπολογιστές έχουν απαγορευτεί, οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει προηγμένες δυνατότητες -όπως το να κάνουν περίπλοκους μαθηματικούς υπολογισμούς, να προβλέπουν το μέλλον- και διάφοροι Οίκοι αγωνίζονται για την κυριαρχία σε έναν κόσμο που κινείται -κυριολεκτικά και μεταφορικά- από το μελάνζ, ένα μπαχαρικό που παράγεται μόνο στον πλανήτη Dune.

Ομολογουμένως προσέγγισα τη συνέχεια του Dune επιφυλακτικά και με μια διάθεση του τύπου διακοπές είμαστε, ας διαβάσουμε και κάτι χαζό να περάσει η ώρα. Όταν ξεκίνησα να το διαβάζω μάλιστα οίκτιρα τον εαυτό μου και τον νεανικό ενθουσιασμό μου με το πρώτο Dune. Όμως… άσχετα από την λογοτεχνική τους αξία, που δεν είναι και ασήμαντη, τα βιβλία του Dune, συμπιλαμβανομένου του "Μεσσία" καταφέρνουν να σε βυθίσουν στον βυζαντινό άνυδρό κόσμο τους τόσο έντεχνα, που μέχρι να πεις μελάνζ έψαχνα στη Wikipedia να διαβάσω την περίληψη του πρώτου Dune, για να θυμηθώ τις φυλές του μελλοντικού πλανητικού συστήματος, τα πλάσματά του και τις δολοπλοκίες τους. Όλες οι λέξεις φαίνονταν μαγικές -ο Herbert έχει φτιάξει και αυτός μια δική του γλώσσα, αν και δεν την έχει προχωρήσει τόσο όσο ο Tolkien- τα σκουλήκια της ερήμου, το μπαχαρικό μελάνζ, οι Μπέν Γκέζεριτ, οι Μορφοπλάστες, η Συντενχία των Πηδαλιούχων, η Μπατλεριανή Τζιχάντ, ο Μουάντ’ Ντιμπ, η Λαίδη Τζέσικα, οι Κουιζάρατ, οι Φρέμεν… Σκέφτομαι μέχρι να νοικιάσω την ταινία του Lynch που όλοι λένε ότι είναι μεγάλη μάπα ή και να πάρω την εξάωρη τηλεοπτική σειρά που γυρίστηκε πρόσφατα. Θέλω να δω σκουλήκια της ερήμου και αποστακτικές στολές, να ακούσω τη Φωνή, πως το λένε!!

Πέμπτη, Ιουλίου 20, 2006

Anger Management

Όπως έγραψε και μια αθλητική εφημερίδα: «Τι έπαθαν όλοι οι κουλτουριάρηδες με τον Ζιντάν; Ένας τσαμπουκάς έγινε»

Ακριβώς. Δεν κατάλαβα γιατί ο Ζιντάν έγινε το σύμβολο της χαμένης αθωότητας του αθλητισμού ή της αντίδρασης στο κατεστημένο επειδή έδωσε μια κουτουλιά!!

Για να είμαι ξεκάθαρη, δεν το θεωρώ κάτι ιδιαίτερα κατακριτέο. Ανθρώπινο είναι. Αλλά όχι και να εκστασιαστώ κιόλας επειδή φόρτωσε ο Ζιντάν.

Ως ευέξαπτος άνθρωπος -μικρότερη βάραγα κι εγώ, αλλά μου είπαν ότι τα κοριτσάκια δε βαράνε- γνωρίζω ότι το να χάσεις την ψυχραιμία σου γίνεται σε χρόνο dt όταν κάποιος πατήσει το κουμπί σου. Και εκείνη τη στιγμή, χάνεις κάθε έλεγχο και δεν υπολογίζεις τίποτα, όχι λεφτά και υστεροφημία, ούτε την ίδια σου τη σωματική ακεραιότητα.

Σας το λέει γυναίκα που καυγαδίζει με τύπους που την πειράζουν στο δρόμο, μόνη της στα μαύρα μεσάνυχτα. Οπότε, συγγνώμη που δεν εντυπωσιάζομαι που ο Ζιντάν, γνωστός τσαντίλας, τσαντίστηκε για άλλη μια φορά, σε ένα απολύτως ελεγχόμενο περιβάλλον. Το αξιοθαύμαστο θα ήταν να διατηρούσε τη ψυχραιμία του.

Δεν θέλω να πω ότι εγώ είμαι μεγαλύτερος μάγκας από το Ζιντάν. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι όταν θυμώνεις δεν ελέγχεις καθόλου τις αντιδράσεις σου, δεν ξέρεις καν που βρίσκεσαι και μερικές φορές είναι πολύ ηδονικό να αφήνεσαι έρμαιο των ενστίκτων σου, αλλά: εκρήξεις τέτοιου τύπου δεν συνιστούν λελογισμένη αντίδραση, ούτε υποκινούνται από κάποια επεξεργασμένη ιδεολογία. Ήτοι: ο Ζιντάν είμαι σίγουρη ότι καμία όρεξη δεν είχε να αντιδράσει στην καταπίεση των απανταχού ιθυνόντων και του επαγγελματικού αθλητισμού. Απλώς θύμωσε και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Σιγά τα ωά. Και όσοι βλέπουν κάτι παραπάνω σε αυτό, καλό θα είναι να κοιτάξουν να φτιάξουν τη ζωή τους και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, γιατί μάλλον θέλουν να δώσουν κουτουλιές και δεν μπορούν.

Ξέρεις ότι είναι καλοκαίρι όταν...

  • Είσαι στην παραλία και ψάχνεις όλη τη σκάλα των AM και των FM, ανεμίζοντας ταυτόχρονα το ραδιοφωνάκι με κυκλικές κινήσεις, για να βρεις που πιάνει ΝΕΤ στην περιοχή που διακοπεύεις και να καταφέρεις να ακούσεις Πετρίδη. Δύσκολη η προσπάθεια και γίνεσαι λίγο γραφικός και αντικοινωνικός για την παρέα σου, αλλά αν το καταφέρεις θα αναμοιφθείς: η εκπομπή το καλοκαίρι με ακουστικά στην παραλία είναι εμπειρία.
  • Ακούς διάφορους ήχους με αυξημένη συχνότητα και ένταση: τα νερά που τρέχουν από τα λάστιχα και ξεπλένουν τα μπαλκόνια, το κρακ-κρακ των ζαριών στο τάβλι, τις συζητήσεις των γειτόνων, τις φωνές από παρέες που κάνουν πάρτι και γενικώς ότιδήποτε συμβαίνει στο αθάνατο ελληνικό ακάλυπτο.
  • Έχεις πονόλαιμο και συνάχι από τον κλιματισμό...!
  • Φοράς τα γυαλία ηλίου σου ακόμα και όταν είναι οκτώ η ώρα βράδυ. Σε βρίσκει η νύχτα με τα γυαλιά ηλίου ξεχασμένα στο κεφάλι...
  • Πίνεις -ακόμα περισσότερες- μπίρες.
  • Βάφεις τα νύχια των ποδιών σου (αυτό για τα κοριτσάκια -και τα αγοράκια που ακούνε glam-rock)
  • Βρίσκεσαι αρκετά συχνά στο Λυκαβηττό, στο Θέατρο Βράχων και σε διάφορους ορεινούς συναυλιακούς χώρους. Παίρνεις μπουφανάκι γιατί φυσάει.
  • Σινεμά πηγαίνεις σε ταινίες που το χειμώνα δεν θα τις έπαιρνες ούτε σε dvd. Και σε επανεκδόσεις "κλασσικών αριστουργημάτων" για να εξιλεωθείς για τις προηγούμενες ταινίες..
  • Είσαι στην πλατεία Μαβίλη. Νομίζω ότι δεν έχω δει ποτέ αυτή την πλατεία χειμώνα. Ή με το φως του ηλίου.
  • Στην τηλεόραση βλέπεις όλους τους γνωστούς ηθοποιούς 10 χρόνια νεότερους.
  • Και είσαι στη μέση του καλοκαιριού όταν κάποιοι απαισιόδοξοι αρχίζουν να λένε "καλό χειμώνα"

Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006

Μου τη δίνει όταν γίνεται αυτό!!

Είμαι γκρινιάρης άνθρωπος και εν μέρει γι’ αυτό ξεκίνησα το blog, για να γκρινιάζω και δημοσίως. Τώρα τελευταία όμως έχω αναθεωρήσει το πόσο πραγματικά γκρινιάρα είμαι. Αυτό γιατί έχει τύχει και συναναστρέφομαι έναν άνθρωπο ο οποίος σε κάθε κουβέντα μας έχει ως μόνιμη επωδό: Δεν με ενδιαφέρει αυτό, σιχαίνομαι/ απεχθάνομαι το δείνα. Αναρωτιέμαι δύο πράγματα:

1. Τι τον ενδιαφέρει τελικά;

2. Γιατί νομίζει ότι ενδιαφέρει εμάς τι τον ενδιαφέρει;

Νομίζω ότι υπάρχει μια δόση ψώνιου στους ανθρώπους που έχουν την τάση να σου ανακοινώνουν τι τους αρέσει και τι δεν τους αρέσει χωρίς να τους έχεις ρωτήσει. Είναι σαν να θεωρούν τους εαυτούς τους και τη γνώμη τους ιδιαίτερα σημαντική. Μια φίλη μου λέει ότι το να δηλώνεις τόσο απερίφραστα τη θέση σου δείχνει ένα διανοητικό θάρρος. Ίσως, αλλά πιστεύω ότι είναι γενικώς της μόδας να είσαι μπλαζέ, οπότε δεν το θεωρώ και τόσο θαρραλέο.

Στην τελική ανάλυση αυτά που καλείσαι να υπερασπιστείς είναι αυτά που αγαπάς. Και όταν αδιαφορείς για τα πάντα, ή μισείς τα πάντα δεν ρισκάρεις τίποτα. Γιατί αυτός που αγαπάει κάτι είναι ευάλωτος στην αγάπη του αυτή. Αυτός που μόνο μισεί ή αδιαφορεί δεν έχει τίποτα να χάσει, τίποτα να εξηγήσει. Όποτε όλα είναι ευκολότερα.

Χοροστάσιο: Don’t Believe the Hype

Όποιος διάβασε το άρθρο για το Χοροστάσιο στην Athens Voice θα νομίζει ότι επρόκειτο για το κορυφαίο μαγαζί της πόλης. Η αλήθεια είναι ότι το Χοροστάσιο ήταν ένα συμπαθητικό μέρος και μια καλή προσπάθεια σε μια πόλη που τα μαγαζιά που παίζουν ροκ/alternative σπανίζουν, αλλά τίποτα παραπάνω. Η μουσική του ήταν αρκετά προβλέψιμη και mainstream, το δε κλίμα κάτι μεταξύ και είμαστε/ δεν είμαστε κυριλέ και δεν βλέπουμε και τίποτα –μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά. Για τη δικιά μου παρέα ήταν πάντα η τελευταία επιλογή, το μαγαζί αυτό που ανασύρεται στην επιφάνεια της μνήμης σου ξαφνικά, όταν δεν έχει μείνει τίποτε άλλο και λες: παιδιά, υπάρχει και το αυτό το Χοροστάσιο, πάμε εκεί; Πρόταση στην οποία η ανταπόκριση ήταν συνήθως μουγκρητά.

Τέλος πάντων, η πραγματικότητα είναι υποκειμενική και κάποιοι άνθρωποι ίσως βίωσαν το Χοροστάσιο ως κάτι συγκλονιστικό. Και δικαίωμά τους. Όχι όμως και να μας πλασάρεται το Χοροστάσιο ως η αιχμή του δόρατος της εναλλακτικής Αθήνας των 90’s.

Ωραία και σημαντικά μαγαζιά ήταν η Οκτάνα, το Mo Better στην αρχή, το Booze παλιότερα… Αυτά μπορώ να σκεφτώ τώρα. Και αυτά ήταν πραγματικά εναλλακτικά μαγαζιά, αλλά ανάθεμα αν γράψουν ποτέ τίποτα για αυτά.

Δευτέρα, Ιουλίου 10, 2006

Άτιμο Sudoku

Δηλώνω ότι έχω σώας τα φρένας και ότι αφήνω ως κληρονομιά στους απογόνους μου τα λυμένα sudoku μου, τα οποία και θεωρώ ως απόδειξη της ασίγαστης διανοητικής μου δραστηριότητας.

Αυτό που δε θέλω όμως να δουν οι απόγονοί μου, είναι ο χρόνος που μου πήραν τα sudoku για να λυθούν. Όπως πολύς κόσμος, για να παίξω, μπαίνω και εγώ στο www.websudoku.com, το οποίο σου δίνει και στοιχεία για τους άλλους παίκτες, ήτοι πόσο χρόνο τους πήρε να λύσουν τα sudoku. Την πρώτη φορά που γεμάτη περηφάνια έλυσα το πρώτο sudoku χωρίς λάθη (και τα λάθη που κάνω είναι τα πιο ηλίθια, του τύπου βάζω δυο φορές τον ίδιο αριθμό στο ίδιο κουτάκι, μα δεν είμαι καλά) και θέλησα να συγκρίνω το χρόνο μου με τους άλλους (άτιμη δυτική ανταγωνιστική κοινωνία) βρέθηκα προ μεγάλης και οδυνηρής εκπλήξεως: Το 99% των παικτών ήταν γρηγορότεροι από εμένα…

Αφού ξεπέρασα το πρώτο σοκ και λίγο πριν σκίσω τα πτυχία μου και πάρω τηλέφωνο την μητέρα μου να της πω ότι τελικά δεν γέννησε μια μεγαλοφυΐα, σκέφτηκα ότι μάλλον φταίει η έλλειψη εμπειρίας. Και ξεκινάω γεμάτη χαρά και προσδοκίες (όνειρα, πουλιά μου ταξιδιάρικα) να λύνω sudoku, μέχρι να εξοικειωθώ βρε παιδί μου. Κατέβασα και οδηγίες για τις ταχύτερες μεθόδους λύσης. Κοινώς έπαθα μια μίνι ψύχωση (μίνι γιατί έχω πάθει και μίντιουμ και μάξι, και γραμμή άλφα) και άρχισα να λύνω περί τα πέντε sudoku την ημέρα με το σκοπό να κατεβάσω τους χρόνους μου. Μετά από ποταμούς αίματος, δακρύων και ιδρώτα (συγγνώμη, καλοκαίρι έχουμε), κατάφερα να λύσω ένα evil (το δυσκολότερο επίπεδο) σε 23 λεπτά. Περιχαρής πατάω το κομβίον που δείχνει τους συγκριτικούς χρόνους και οϊμένα: Το 77% ήταν ταχύτεροι από εμένα. Ο μέσος όρος λύσης για είναι σατανικούλι sudoku είναι 12 λεπτά.

Το site νομίζω ότι δεν σηκώνει εξαπάτηση, ή αν σηκώνει δεν το έχω ανακαλύψει εγώ. Αυτό σημαίνει ότι ο μέσος άνθρωπος βρίσκει έναν αριθμό κάθε 13 δευτερόλεπτα. Απαιτώ και δημογραφική ανάλυση γιατί το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι η νέα γενιά, εκτός από ψηλότερη και με περισσότερο κερί στα μαλλιά, είναι και εξυπνότερη. Όχι απλώς εξυπνότερη, είναι κάτι σαν neuromancer: με το που βλέπει το sudoku, βλέπει και τη λύση του. Η αυτό, ή μόνο ολυμπιονίκες μαθηματικών λύνουν τα sudoku σε αυτό το site. Γιατί αν υποψιαστώ ότι εγώ (ποιος, εγώ; καλά τα έλεγε ο Πάριος) είμαι κάτω από το μέσο όρο, δεν θα πεθάνω, αλλά σίγουρα κάτι κακό θα πάθω…

Παρασκευή, Ιουλίου 07, 2006

Αυτοκίνητα + Επιθέσεις αυτοκτονίας = ???



Μερικές από τις αφίσες του ακροαριστερού/ αναρχικού /αντιεξουσιαστικού (κλπ. κλπ. κλπ.) χώρου που κοσμούν κατά καιρούς τους δρόμους της Αθήνας περιέχουν εύστοχα και καυστικά μηνύματα. Άλλες φορές πάλι, είναι εντελώς ανόητες. Όπως για παράδειγμα η αφίσα που παραθέτω πάνω (λίγο κομμένη, αλλά η ουσία είναι εκεί) την οποία φωτογράφησα στην Αχαρνών. Αφού τη διάβασα, ένα τεράστιο ερωτηματικό διαγράφηκε πάνω από το κεφάλι μου. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Τι σχέση έχουν τα αυτοκινητιστικά με τις επιθέσεις των ριζοσπαστών ισλαμιστών (αυτούς υποθέτω ότι εννοούσαν όταν γράφουν για εκατομμύρια Μουσουλμάνους είναι ικανοί να πεθάνουν);

Καταρχάς, νομίζω ότι μερικές φορές ο «χώρος» χάνει το χρόνο του, κάνοντας κήρυγμα στους πιστούς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι συγγραφείς της αφίσας υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες δεν καταλαβαίνουν γιατί είναι πρόθυμοι να πεθάνουν κάποιοι Μουσουλμάνοι. Από την εμπειρία μου νομίζω ότι οι περισσότεροι Έλληνες καταλαβαίνουν (ή νομίζουν πως καταλαβαίνουν) τις αιτίες των επιθέσεων αυτοκτονίας των Μουσουλμάνων.

Κατά δεύτερον, οι συγγραφείς συγκρίνουν δύο άσχετες καταστάσεις: Κάποιος Έλληνας που παίρνει το αμάξι του για να πάει διακοπές, δεν σκοπεύει να πεθάνει. Ενώ κάποιος Μουσουλμάνος που ζώνεται με εκρηκτικά, σκοπεύει να πεθάνει. Άρα στη μία περίπτωση έχουμε πρόθεση και στην άλλη όχι. Πέρα από το μείζον αυτό εννοιολογικό σφάλμα, να επισημάνω κιόλας τη διαχωριστική γραμμή Έλληνες-Μουσουλμάνοι που υιοθετεί η αφίσα. Υπάρχουν και Έλληνες που είναι Μουσουλμάνοι, μάλλον αυτό τους διέφυγε.

Τελευταίο και σημαντικότερο: η αφίσα προφανώς υπονοεί ότι σε αντίθεση με τους Έλληνες, οι Μουσουλμάνοι δεν οδηγούν αυτοκίνητα. Έχω επισκεφτεί δύο μουσουλμανικές χώρες, την Τουρκία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και σας διαβεβαιώνω ότι οι Μουσουλμάνοι ζουν σε πόλεις που μοιάζουν πολύ με την Αθήνα, έχουν δουλείες που μοιάζουν αρκετά με αυτές που έχουν οι Έλληνες και επίσης οδηγούν κατά κόρον αυτοκίνητα, μηχανές, τρίκυκλα και ό,τι μηχανοκίνητο φαντάζεστε. Και από ότι είχα δει στην ταινία «Θεϊκή Παρέμβαση» ακόμα και στην Παλαιστίνη, όπου οι Μουσουλμάνοι ζουν υπό ιδιαίτερα άσχημες συνθήκες, οδηγούν αυτοκίνητα (μάλιστα πολλές από τις σκηνές της ταινίας είναι επικεντρωμένες γύρω από την καθημερινή ταλαιπωρία που τραβάει ο πρωταγωνιστής όταν περνάει με το αυτοκίνητό του από τα σημεία ελέγχου των Ισραηλινών). Και είμαι σίγουρη ότι δυστυχώς (εκτός αν είναι τόσο μεγάλος ο Αλλάχ) και αυτοί πεθαίνουν στα αυτοκίνητά τους. Η υπόθεση ότι οι απανταχού Μουσουλμάνοι είναι τόσο εξαθλιωμένοι που δεν έχουν αυτοκίνητα ή τόσο εξωτικοί που καβαλάνε ακόμα καμήλες είναι αλαζονική, για να μην πω ρατσιστική. Πιστεύω ότι οι Μουσουλμάνοι δεν χρειάζονται την πατερναλιστική αγάπη κανενός, πόσο μάλλον ανθρώπων που δεν έχουν καμία επαφή με την πραγματικότητα τους.

Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006

Athens 2006: A Concert Odyssey

Στην αρχή σκέφτηκα να γράψω μόνο ωραία πράγματα, γιατί όπως και να το κάνουμε είναι ωραίο να βλέπεις τρεις τόσο καλούς καλλιτέχνες στην ακμή της καριέρας τους. Μετά όμως σκέφτηκα ότι και το άσχημο μέσα στη ζωή είναι, το καλό και το κακό είναι αλληλοσυμπληρούμενα, όλα είναι σχετικά, το yin δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το yang (αμάν μου έκανε ζημιά Devendra) και είπα να γκρινιάξω και λίγο.
Θέατρο Βράχων λοιπόν: ο περιβάλλων χώρος εντυπωσίασε τόσο τη Joan όσο και τον Antony. Ομολογουμένως οι βράχοι είναι υποβλητικοί και ο καλοκαιρινός άνεμος «invigorating» όπως είπε και ο Antony. Είχε κάτι το ιδιαίτερο η κατάσταση εκεί χτες το βράδυ. Εγώ πάντως προτιμώ να τους φαντάζομαι σε ένα μικρό cabaret, όχι μόνο λόγω του πιάνου, αλλά και επειδή και οι δύο είχαν στοιχεία παρλάτας στην σκηνική τους παρουσία. Έκαναν λεκτικά ιντερλούδια, στα τα οποία διηγιόντουσαν μικρές ιστορίες από τη ζωή τους και από τα τραγούδια τους. Πάντα μου άρεσαν οι καλλιτέχνες που επικοινωνούν τόσο αυθόρμητα με το κοινό.
Για να πάμε στο κυρίως θέμα, η Joan ήταν πολύ καλή. Φανταστική φωνή. Ο Antony ήταν εξαιρετικός. Ήταν καθισμένος στο πιάνο σε όλη τη συναυλία και τον συνόδευαν κλασσικά έγχορδα και ένα ηλεκτρικό μπάσο. Ανατρίχιασα ουκ ολίγες φορές και δεν ήταν μόνο από το αεράκι. Η φωνή του είναι απερίγραπτη, είναι νομίζω το ατού του αυτή η θεϊκή φωνή. Δεν με πήραν τα κλάματα όπως φοβόμουν (ή περίμενα), αν και στο "Hope There's Someone" παραλίγο να λυγίσω. Ως παρουσία ήταν συμπαθέστατος και είπε μερικές ωραίες ατάκες όπως ότι η Κάλλας σε μια τελευταία της συνέντευξη ‘ξερνούσε τα λόγια της σαν σπασμένα γυαλιά’ και ότι ‘στη ρωγμή της ατέλειας μπορεί να βρει κάποιος την τελειότητα’. Είναι ποιητής ο άνθρωπος. Αν εξαιρέσουμε τον προβολέα που μας τύφλωνε επί δυο τραγούδια και ο οποίος ευτυχώς μετακινήθηκε κατόπιν εκκλήσεων του κοινού και του Antony, καθώς και τον τύπο πίσω μου που επέμενε να τραγουδάει όλους στίχους και να μιμείται τις διακυμάνσεις της φωνής του Antony (μέχρι και τα ooohhhh-aaaahhhhh) ήταν όλα πολύ όμορφα.
Πάμε -τρέχοντας- στο Underworld να δούμε ότι έχει απομείνει από τη συναυλία του Devendra. Είχαμε χάσει 40 λεπτά και ο Devendra έπαιξε για άλλα 50 περίπου. Να πω ότι το Underworld είναι ένας απαράδεκτος, άθλιος χώρος για συναυλίες. Αφού σπρώξαμε (όχι που δεν) και φτάσαμε στη δεύτερη σειρά, έβλεπα τον Devendra από τη μέση και πάνω και αυτό με προσπάθεια. Δηλαδή πέρα από την πρώτη σειρά, τα συγκροτήματα δεν φαίνονται σε αυτό τον χώρο. Το ΑΝ πριν την ανακαίνιση είχε καλύτερη ορατότητα από το Underworld, αυτό σας λέω μόνο. Τίγκα στον κόσμο και φυσικά απίστευτη ζέστη.
Τέλος πάντων ο Devendra ήταν καταπληκτικός. Ο τύπος είναι από άλλον πλανήτη, άλλο χωρόχρονο, άλλη διάσταση, είναι αλλούτερος, τελεία. Όταν -ψάχνοντας να βρω τη σκηνή- τον είδα αναπάντεχα, σχεδόν μέσα στο κόσμο, γυμνό από τη μέση και πάνω, χαμογελαστό, με τα μούσια, τα μαλλιά του, τα χαϊμαλιά του και το αφηρημένο βλέμμα του, μου φάνηκε σαν έφηβος που διασκεδάζει σπίτι του με τους φίλους του. Εκπέμπει μια πηγαία απλότητα που είναι τόσο ασυνήθιστη -και δύσκολη- στην εποχή του μεταμοντέρνου και του μετά-whatever. Βλέποντας τον ένιωσα σαν τον αποικιοκράτη απέναντι στον "ευγενή άγριο". Όταν προχώρησα και μπηκα κανονικά μέσα στη συναυλία νόμιζα ότι βρέθηκα σε club στο Σαν Φρανσίσκο του ‘68 (όπως τα έχω δει στο Psych Out), η ατμόσφαιρα ήταν εντελώς flower power ψυχεδέλεια. Ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι έπαιζαν με ηλεκτρικές κιθάρες σε αντίθεση με τους δίσκους που είναι κυρίως ακουστικοί. Και μάλιστα πολύ ωραίες κιθάρες. Το κοινό ήταν επίσης φανταστικό και ανταποκρινόταν στη μουσική χορεύοντας, επευφημώντας και τραγουδώντας.
Ο Devendra τραγούδησε το Billie Jean, το οποίο μάλιστα σταμάτησε στη μέση γιατί τον ξάφνιασε η θετική αντίδραση του κόσμου. Είπε ότι είχε συνηθίσει μια πιο ψυχρή υποδοχή στη διασκευή αυτή και τα έχασε με την ανταπόκρισή μας. Τι γλυκούλης. Τραγούδησε tributes στον Caetano Veloso -που είπε ότι είναι το ίνδαλμά του- και στον Townes Van Zandt. Προς το τέλος τραγούδησε ένα medley από Charles Manson και Lauryn Hill, λέγοντας ότι παρόλο που δεν συμφωνεί με τις πράξεις των ατόμων αυτών στο «physical realm» (μα καλά τι έχει κάνει η Hill και τη βάζει στο ίδιο επίπεδο με τον Manson που έχει φάει κοσμάκη, δεν ξέρω) στο «artistic realm», τον εκφράζουν. Είπε και κάτι άλλα, ότι ο Manson και η Hill δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην απατηλή Maya (σύμφωνα με τον Ινδουισμό Maya είναι η ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι αληθινός), γεια σου Devendra με τα ωραία σου, τι άλλο να πω. Πάνω σε αυτό το θέμα είχε και μια διαφωνία με τρελή Νεοϋορκέζα της πρώτης σειράς, την οποία ανέβασε στο τέλος ο φλαουτίστας/ ανιματέρ/ έτερος τρελάρας του συγκροτήματος στη σκηνή για ένα χορό.
Απολογισμός: Το Underworld καλύτερα να είχε μείνει ρώσικη (ή πολωνική, δεν θυμάμαι) ντίσκο που είχε γίνει μετά το κλείσιμο του Next. Τέλος πάντων, μπορεί ως club να είναι καλό, αλλά για συναυλίες δεν είναι με τίποτα. Όλοι οι καλλιτέχνες που είδα ήταν εξαιρετικοί, μεγαλύτερη εντύπωση μου έκανε ο Devendra, ίσως επειδή δεν το περίμενα. Και φυσικά παρόλο που οι συναυλίες ήταν πολύ καλές δεν ξεχνάμε την κοροϊδία των διοργανωτών. Διάβασα τις ανακοινώσεις τους στο Avopolis και ένα έχω να πω: σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι (ο Devendra ξυπνάει το παιδί μέσα μου) ποιος φταίει, εγώ ήθελα να δω σαν άνθρωπος ολόκληρες τις συναυλίες για τις οποίες είχα πληρώσει.

Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006

Η αγωνία του συναυλιαζόμενου πριν τη βροχή

Για άλλη μια φορά, αναβλήθηκε μια συναυλία, αυτή τoυ Antony (και των Johnsons) και από Κυριακή που ήταν, πήγε Τρίτη, την ίδια μέρα με τον Devendra (τον Banhart).

Και φυσικά, για όσους από εμάς είχαν την ατυχή έμπνευση να πάρουν εισιτήρια και για τις δύο συναυλίες ευρέθη η σολομώντεια λύση του να πάμε στο Θέατρο Βράχων τις 21:00 να δούμε τον Antony και μετά κατά τις 23:30 -που ναι, σίγουρα θα έχει τελειώσει η συναυλία- να πάρουμε των ομματίων μας και να τρέξουμε στο Underworld, που είναι και δίπλα άλλωστε, για να δούμε τον Devendra. Αύριο λοιπόν θα πάρω την σουπερμαντολίνη μου και οργώσω την Αθήνα σε 3 ώρες επειδή οι διοργανωτές δεν θέλουν να αποζημιώσουν τους αγοραστές των εισιτηρίων. Επίσης μπορώ να κλωνοποιηθώ ή να επικαλεστώ τις θεικές μου ιδιοτήτες και να είμαι πανταχού παρούσα -βλέπω και κάτι από το Φεστιβάλ Αθηνών άμα λάχει.

Επειδή αυτή δεν είναι ούτε η πρώτη, ούτε η δεύτερη συναυλία που αναβάλλεται λόγω καιρού (να θυμηθώ, έτσι στην τύχη, την ημέρα του Nick Cave στο Rockwave το 2002, τους Thievery Corporation πέρυσι και φυσικά τους White Stripes -γιατί και εκεί λόγω καιρικών συνθηκών σταμάτησε η συναυλία - για την οποία ακόμα περιμένουμε τα λεφτάκια που μας είχαν υποσχεθεί), λέω μήπως (μήπως) οι διοργανωτές πρέπει να αρχίσουν να σκέφτονται ότι στην Ελλάδα πέφτουν αρκετά δυνατές βροχές το καλοκαίρι και να σχεδιάζουν τις υποδομές τους ανάλογα; Γιατί μη μου πείτε τώρα ότι δεν γίνονται συναυλίες με βροχή; Στη Βρετανία το Reading και το Glastonbury κάθε χρόνο μες τη νεροποντή και τη λασπουριά είναι και είναι και πολύ ωραία.

Μέχρι αύριο λοιπόν, που δεν ξέρω τι θα κάνω και αν θα πάω στον Devendra, περαστικά μας...

Κυριακή, Ιουλίου 02, 2006

Αγόρια και κορίτσια. Μπορούμε να είμαστε φίλοι;

Όχι.

Παραδεχτείτε το. Δεν υπάρχει πραγματική φιλία μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας. Θα πίστευε κανείς ότι δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ στο θέμα, γιατί εννοείται. Όμως λόγω του ολοένα αυξανόμενα αριθμού ανθρώπων που έχουν το θράσος να δηλώνουν ότι είναι «απλά φίλοι» και να σε κοιτάνε σαν το πιο διεστραμμένο πλάσμα στον κόσμο επειδή τόλμησες να υποθέσεις ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους, νομίζω ότι επιβάλλεται να προβώ μία ανάλυση του ζητήματος. Μερικοί άνθρωποι αντιδρούν, γιατί νομίζουν ότι αμφισβητώ την αγάπη που τρέφουν για τον φίλο τους. Όχι, δεν την αμφισβητώ καθόλου, το αντίθετο μάλιστα. Υποστηρίζω ότι αγαπάτε τόσο πολύ τον φίλο σας, που μάλλον θέλετε να τα φτιάξετε μαζί του.

Τι εννοώ με την πρόταση δεν υπάρχει πραγματική φιλία μεταξύ άντρα και γυναίκας;
Καταρχήν τι εννοώ με τη λέξη φιλία: Δεν εννοώ μια χαλαρή φιλική σχέση στα πλαίσια της δουλειάς, του σχολείου, της παρέας, της ωραίας, της ομάδας, της σερενάτας κλπ. Εννοώ φιλία σαν αυτή των Τριών Σωματοφυλάκων, «όλοι για έναν, ένας για όλους» και όλα τα σχετικά.

Κατά δεύτερον, τι εννοώ με το «πραγματική φιλία»: Πραγματική φιλία σημαίνει απλή και ειλικρινής φιλία. Σημαίνει ότι άλλος είναι πάντα ο σύμμαχός σου. Σημαίνει ότι τον εμπιστεύεσαι απόλυτα και ότι ξέρεις τι θέλει από σένα και τι θέλεις εσύ από αυτόν. Σημαίνει ότι μαζί είστε αληθινοί. Όπως όλοι ξέρουμε, όταν στην φιλία εμπλέκεται και το ερωτικό στοιχείο, μόνο απλή και ειλικρινής δεν είναι, αφού στο πίσω μέρος του μυαλού σας τρέχουν αμαρτωλές και βρώμικες σκέψεις.

Τώρα που εξηγήσαμε τι είναι η πραγματική φιλία, νομίζω ότι αβασάνιστα, και χωρίς περαιτέρω ανάλυση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι: ΔΕΝ υπάρχει πραγματική φιλία μεταξύ ενός άντρα και μίας γυναίκας. Σταματήστε λοιπόν να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλό σας. Και μην αρχίσετε να φωνάζετε και να τινάζετε τα χέρια σας δεξιά κι αριστερά με αγανάκτηση, κραυγάζοντας «Ο Γιαννάκης; Τον ήξερα από 5 χρονών, μαζί μεγαλώσαμε, είναι σαν αδελφός μου!!» ή «Η Μαιρούλα; Δεν είσαι με τα καλά σου, την βλέπω σαν άντρα». Προσέξτε τη χρήση του σαν και στις δύο προτάσεις.

Μια βασική σημείωση: Ακόμα και αν ο μόνο ένας από τους δύο βλέπει τον άλλον ερωτικά, η φιλία δεν θεωρείται πραγματική. Για την ακρίβεια, είναι το χειρότερο είδος ψευτό-φιλίας, το είδος στο οποίο είναι εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο η υποκρισία και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ντροπή σας ρε! Αυτός που γουστάρει τον άλλον κάνει υπομονή, την καρδιά του πέτρα και περιμένει από το «φίλο» του:

1. Πότε θα μεθύσει μήπως και του κάτσει.
2. Πότε θα βαρεθεί να είναι μόνος του μήπως και του κάτσει.
3. Πότε θα χωρίσει από την 13χρονη σχέση του μήπως και του κάτσει.
4. Πότε επιτέλους θα πεθάνουν επιτέλους ο σύζυγος και τα παιδιά του μήπως και του κάτσει.

Σε μερικές προχωρημένες καταστάσεις, το θύμα έχει χάσει κάθε ελπίδα ότι ο άλλος θα του κάτσει, αλλά δεν έχει το θάρρος να ψάξει να βρει μια πραγματική σχέση. Άτιμο πράγμα η συνήθεια. Αυτός που τον γουστάρει ο άλλος, φυσικά και το ξέρει πάντα, και το κέρδος του από την όλη υπόθεση είναι:

1. Έχει κάποιον στον οποίο μπορεί να κλαφτεί οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας και της νύχτας.
2. Έχει κάποιον που συμφωνεί μαζί του και τον ενθαρρύνει συνέχεια.
3. Έχει κάποιον που του ανεβάζει το ηθικό του και τον κάνει να νιώθει ωραίος, έξυπνος και επιθυμητός.
4. Έχει πάντα μια καβάντζα.

Είναι και οι δύο άξιοι της μοίρας τους. Ελπίζω κάποιο τέτοιο κακόμοιρο πλάσμα να διαβάσει αυτό το κείμενο και να ξυπνήσει.

Επειδή όμως είμαι ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, και ένας δίκαιος κριτής των στραβών της κοινωνίας, θα παραδεχτώ ότι υπάρχουν εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Δηλαδή, μπορεί να υπάρξει μια πραγματική φιλία μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας, αν και μόνο αν:

1. Είναι και οι δύο δεσμευμένοι και ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ερωτευμένοι με το έτερόν τους ήμισυ. Και πάλι παίζεται, αλλά τέλος πάντων.
2. Είναι και οι δύο κακάσχημοι. Θα μου πείτε: αν είναι και οι δυο κακάσχημοι, τότε μπορεί να γουστάρουν ο ένας τον άλλον. Όχι, είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι άσχημοι πάντα γουστάρουν τους ωραίους. Και όσο πιο άσχημοι είναι, τόσο πιο ωραίοι είναι αυτοί που γουστάρουν.
3. Υπήρξαν στο παρελθόν ζευγάρι. Ναι, δεν υπάρχει τίποτα που να εξαφανίζει κάθε ίχνος ερωτισμού καλύτερα από μια αποτυχημένη σχέση, ή έναν διαλυμένο γάμο.

Αυτά λοιπόν. Και μια τελευταία υποσημείωση: όχι παιδιά, δεν πειράζει που δεν είστε πραγματικοί φίλοι. Ο ερωτισμός είναι μέσα στη ζωή. Και είναι ωραίο να υπάρχει σε όλες μας τις σχέσεις. Αλλά μη μας τρελαίνετε με ηρωϊκές δηλώσεις αγνής παρθένας αφοσίωσης.

Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006

I'd rather be lonely

Every night I get the blues,
with greens and yellows and chartreuses.
You're still living here with me.
I'd rather be lonely.

All the time I look around
for excuses to leave town.
Everybody wants somebody, but,
I'd rather be lonely.

Let us make a brand new start,
separate and stay apart.
I've had enough, having and holding.
I'd rather be lonely.

I think that I need some space
Everyday you're in my face.
How can I get rid of you?
I'd rather be lonely.

One more verse, a few more words.
Love is for the bees and birds.
Not for a human being like me.
I'd rather be lonely.

Ο Loudon Wainwright σ'αυτό το τραγούδι περιγράφει με οδυνηρή ευστοχία το συναίσθημα του να έχει σιχαθεί η ψυχή σου το έτερόν της ήμισυ.
Αν θέλετε να χωρίσετε λοιπόν, αντί να σπάτε πιάτα και να κλαίτε (τι, αυτά δεν κάνουν όσοι χωρίζουν; όχι; αντε καλέ!) μπορείτε να του/της αφιερώσετε το τραγουδάκι αυτό και να χωρίσετε πολιτισμένα -και μετά μουσικής.
Ρωτάτε πώς; Μπορείτε να το παίζετε συνέχεια στο στέρεο, με προτροπές όπως: 'ακού αυτόν εδώ τον στίχο, δεν είναι φοβερός;' ή με αναφωνήματα τύπου: 'πέστα χρυσόστομε!'. Για ένα πιό προσωπικό touch, μπορείτε να το τραγουδήσετε στην κιθάρα ή a cappella στον αγαπημένο σας. Αν εξακολουθεί να σας κοιτάει με απλανές βλέμα, μάλλον δεν ξέρει αγγλικά, οπότε παίρνετε τηλέφωνο το Σαββόπουλο και ζητάτε να σας το διασκευάσει στα ελληνικά. Γιατί, το "Μέρα όμορφη/τις πάπιες ταίσαμε" δεν ήταν ωραία διασκευή;

Σάββατο, Ιουνίου 24, 2006

It’s a jungle out there

Για τον κ. Μονκ, σίγουρα. Ο κ. Μονκ πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (Obsessive - Compulsive Disorder, ή OCD για τους μυημένους) και είναι ο ντετέκτιβ πρωταγωνιστής της αστυνομικής σειράς που προβάλλει στο STAR κάθε Σάββατο στις 16:30. Οι υποθέσεις της σειράς είναι κλασσικές ιστορίες μυστηρίου, με κάτι από Sherlock Holmes, καθώς ο κ. Μονκ για να βρει τον δολοφόνο βασίζεται στην παρατηρητικότητα και τις απέραντες γνώσεις του. Η σειρά θυμίζει και τις πατροπαράδοτες αυτοτελείς σειρές μυστηρίου, όπως το «Murder She Wrote» ή το «Matlock». Παρά το γεγονός ότι τα εγκλήματα είναι σχεδόν πάντα φόνοι, δεν είναι καθόλου βίαιη. Είναι μια οικογενειακή σειρά που δεν ποντάρει στο μελόδραμα ή το διδακτισμό. Το κωμικό στοιχείο είναι αρκετά έντονο, χωρίς να ολισθαίνει στη φάρσα. Η πλοκή μερικές φορές είναι κάπως απλοϊκή αλλά αυτό -για μένα- απλώς ενισχύει την όλη αίσθηση της αθωότητας που αναδίνει η σειρά. Συν ότι αποζημιωνόμαστε με τις έξυπνες ατάκες που ξεστομίζει ο κ. Μονκ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Το αστέρι βέβαια είναι ο ηθοποιός που παίζει τον κ. Μονκ, ο Tony Shalhoub. Ο άνθρωπος δίνει ρεσιτάλ, τόσο με τις εκφράσεις του προσώπου του όσο και με την απίστευτη κινησιολογία του. Κάποιοι τηλεορασόπληκτοι τον θυμάστε ίσως από τη σειρά Stark Raving Mad που έδειχνε το Μακεδονία μια εποχή. Αλλά έχει παίξει και σε αρκετές ταινίες, δεύτερους ρόλους πάντα. Τον έχουν χρησιμοποιήσει οι αδελφοί Coen σε πολύ χαρακτηριστικούς ρόλους στο Barton Fink και στο The Man Who Wasn’t There. Όλο το cast είναι συμπαθέστατο και σε κάθε σχεδόν επεισόδιο κάποιος συνήθης ύποπτος κάνει την εμφάνισή του, όπως π.χ. ο John Torturo που παίζει τον -εξίσου προβληματικό- αδελφό του κυρίου Μονκ. Προσθέστε το διαμαντάκι τραγούδι τίτλων του Randy Newman και τις ωραίες λήψεις του San Francisco και έχετε μία πολύ καλή κωμική σειρά μυστηρίου, ό,τι πρέπει δηλαδή για Σάββατο απόγευμα.
Υποσημείωση: Φυσικά το STAR δείχνει στην τύχη επεισόδια από τον 1ο, 2ο και 3ο κύκλο. Γιατί άλλωστε να τα δείχνει με τη σειρά; Ποιό ελληνικό κανάλι σέβεται τους τηλεθεατές του για να το κάνει το STAR; Ευτυχώς είναι τα περισσότερα επεισόδια είναι αυτοτελή, οπότε η σειρά παρακολουθείται και έτσι.

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006

Η γιορτή της μουσικής

Είδα διάφορα, πέρα από τους ανεκδιήγητους Mary and the Boy τα ουρλιαχτά της οποίας Mary θα με κυνηγούν στους χειρότερους ηχητικούς εφιάλτες μου, είδα τις γνωστές άγνωστες φάτσες των συναυλιών, Εξαρχείων και περιχώρων, με νερά και μπύρες στο χέρι και ένιωσα ότι είναι ωραίο και άσχημο ταυτόχρονα σε μια τόσο μεγάλη πόλη να βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους να ανακυκλώνονται σε μουσικά events και περισσότερο απ'όλα μου άρεσαν οι Γάλλοι d.j.s Birdie Num Num. Για να είμαι ειλικρινής, από το όνομα με είχαν ήδη κερδίσει. Ατμοσφαιρική, βομβώδης και πάνω απ'όλα χορευτική μουσική σε ένα αποπνιχτικό καλοκαιρινό βράδυ.

Είναι όλοι gay

Είχα βγει για ποτό με την Ε., όταν εντελώς ξαφνικά, γυρίζει και μου λέει: "Καλά τό έχεις παρατηρήσει ότι οι gay είναι παντού; Τι θα γίνει με αυτή τη κατάσταση; Και εμένα μου αρέσει ο Καπουτζίδης και όλα αυτά, αλλά όπου και να γυρίσω να κοιτάξω βλέπω τέτοιους". Επειδή ξέρω ότι η Ε. δεν έχει κάποια έντονη κοινωνική ζωή, τη ρώτησα που ακριβώς τους βλέπει όλους αυτούς μαζεμένους, γιατί εγώ που βγαίνω βράδυ 4 φορές την εβδομάδα, δεν τους έχω δει. Η απάντηση ήταν κάπως αόριστη: "Ε, ξέρεις, στην τηλεόραση, στα περιοδικά, στο Γκάζι..."
Μάαλιστα.
Eπαναλαμβάνω ότι εγώ δεν βλέπω παντού gay, αλλά ας πούμε ότι εγώ δεν είμαι και παρατηρητική. Ακόμα και αν κάποιος βρίσκει έναν gay όποια πέτρα κι αν σηκώσει, τι πειράζει; Γιατί αυτό πρέπει να ταράζει κατ' οποιονδήποτε τρόπο τον ψυχισμό του; Και τέλος πάντων τι είναι αυτό που κάνει άτομα έξυπνα, καλλιεργημένα, κοσμογυρισμένα και εν γένει προοδευτικά, όπως η φίλη μου η Ε., να αντιμετωπίζουν τόσο φοβικά τους gay;
Αυτή η φοβία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία, που και εγώ (που φυσικά είμαι έξυπνη, καλλιεργημένη και όλα τα υπόλοιπα) όταν έμαθα ότι ο καλύτερος μου φίλος ο J. στη Σκοτία ήταν gay, θύμωσα μαζί του. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά απογοητεύτηκα. Σκέφτηκα: "Δε θέλω ο φίλος μου να είναι gay. Δε θέλω να είναι ο πούστης, η παλιαδελφή. Δε θέλω".
Γιατί; Επειδή αυτή είναι η εικόνα του ομοφυλόφιλου στην Ελλάδα. Είναι συνυφασμένη με αρνητικούς προσδιορισμούς. Ακόμα και οι οποιοιδήποτε θετικοί προσδιορισμοί, κρύβουν μια υποτίμηση, αν μη τι άλλο επειδή είναι στερεοτυπικοί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ότι όταν γνώρισε τον J. μια Ελληνίδα φίλη μου, δήλωσε απογοητευμένη ότι δεν είναι πολύ αστείος. Γιατί βεβαίως, ο gay πρέπει να είναι αστείος, πρέπει να είναι θηλυπρεπής και χαριτωμένος, αλλιώς δεν μπορούμε να τον κατατάξουμε. Ακόμα και αυτοί που κατατάσσονται εύκολα, τρομάζουν όταν αυξάνεται η ορατότητα τους.
Ό,τι και να κάνουν χάνουν λοιπόν; Πιστεύω ότι όσο αυξάνονται οι άνθρωποι που γνωστοποιούν στον περίγυρο τους -όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό- ότι είναι ομοφυλόφιλοι και όταν πια οι ετεροφυλόφιλοι Έλληνες μάθουν ότι κάποιοι φίλοι, συγγενείς ή συνάδελφοί τους, κάποιοι πραγματικοί άνθρωποι τέλος πάντων, είναι gay, θα ξεπεράσουν τη φοβία τους. Όχι βέβαια ότι η ευθύνη έγκειται αποκλειστικά στους ομοφυλόφιλους, η διαδικασία αυτή είναι αμφίδρομη. Και τουλάχιστον οι ετεροφυλόφιλοι που δεν πάσχουμε από ιδεοληψίες για τους ομοφυλόφιλους πρέπει να μιλάμε όταν ακούμε σαχλαμάρες του τύπου "τι περιμένεις, αδελφή είναι".

Τρίτη, Ιουνίου 20, 2006

Viva Zapata

Τις προάλλες κατέβαζα (ντροπή και άισχος) από το soulseek Huggy Bear και Bikini Kill γιατί είχα θυμηθεί το διπλό ep τους που είχε αγοράσει η φίλη μου η Ντένη και μου είχε γράψει σε κασσέτα η οποία στην πορεία χάθηκε αλλά είχε τραγούδια με εκπληκτικούς τίτλους όπως "Blow Dry Him Away" και "Resist Psychic Death" τα οποία χαράκτηκαν ανεξίτηλα στην κοριτσίστικη ψυχή μου. Άρχισα λοιπόν ψάχνω στο allmusic για την κίνηση των Riot Grrls (ναι, ξέρω, και εμένα μου φαινόταν πάντα λίγο αστείος ο όρος). Πέρα από το ότι μετά το ψάξιμο κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τελικά θα ήθελα να ήμουν έφηβη στην Olympia της Washington το 1990 και τότε ίσως να έπιανα καμιά ηλεκτρική κιθάρα ή να έγραφα σε κανενα fanzine (μπα, ούτε τότε μάλλον), έπεσα και πάνω σε ένα συγκρότημα και μια ιστορία που δεν γνώριζα. Όσοι ξέρετε την ιστορία, συγχωρείστε τη νεοφώτιστη.

Λοιπόν, το συγκρότημα λεγόταν The Gits, δεν ήταν Riott Grrls, απλώς κινούνταν στους ίδιους χώρους με συγκροτήματα όπως οι L7 και oι Babes in Toyland, στη μουσική σκηνή του Seattle. Βασικά έπαιζαν punk, όπως άλλωστε και τα περισσότερα αδελφά τους συγκροτήματα. Η τραγουδίστρια τους, η Mia Zapata θεωρούταν πολύ χαρισματική και ως τραγουδίστρια και ως perfomer. Κατέβασα τον ένα δίσκο που κυκλοφόρησαν και όντως η κοπέλα είχε τρομερή φωνή και ενέργεια. Τα τραγούδια των Gits έχουν μια εσωτερική δύναμη που οφείλεται κυρίως στην ερμηνεία της Zapata. Η τραγουδίστρια των Be Your Own Pet μου την θυμίζει λίγο. Το συγκρότημα έπαιρνε καλές κριτικές, έπαιζε πολλά live και είχε αρκετούς οπαδούς. Ήταν έτοιμοι να γίνουν διάσημοι, όταν η Zapata πέθανε. Ένα βράδυ του 1993, όπως γύρνουσε σπίτι της, βιάστηκε και δολοφονήθηκε. Απ'ότι διάβασα, το έγκλημα είχε μείνει ανεξιχνίαστο και μόλις το 2004, χάρη στις εξελίξεις στην επιστήμη της ιατροδικαστικής, βρέθηκε και καταδικάστηκε ο δολοφόνος της.

Προσπαθώ να σκεφτώ πως θα αντιμετώπιζε αυτή το ζήτημα αν είχε επιβιώσει της επίθεσης, ή πως θα ήθελε να τη μνημονεύουν τώρα. Σίγουρα δεν θα της άρεσε κάτι δακρύβρεχτο. Καθόλου punk αυτό. Και πολύ πιθανόν να μην της άρεσε να την θυμούνται εξ αφορμής αυτού του γεγονότος, όπως κάνω εγώ τώρα.

Είναι όμως ένα απελπιστικό γεγονός και στέκεται απέναντι μου και με κοιτάζει. Δεν θέλω απλώς να κλείσω τα μάτια. Ζήτω η Zapata λοιπόν και ζήτω όλα τα κορίτσια που παίζουν rock 'n' roll και όλα τα κορίτσια που γυρίζουν το βράδυ σπίτι τους και όλα τα κορίτσια που συνεχίζουν να ζουν, ό,τι κι αν συμβεί.

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2006

Ακουστικά στην πόλη

Επειδή είμαι κάνα δίωρο την ημέρα στο δρόμο και σε μέσα μαζικής μεταφοράς, για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο και να ακούω αυτά που κατεβάζω από το soulseek, φοράω τα ακουστικά μου και παίζω τη μουσική που μου αρέσει προχωρώντας αμέριμνη (ή σαν ούφο, όπως το πάρει κανείς). Μου αρέσει πολύ που έχω το δικό μου soundtrack της πόλης. Δεν βγάζω τα ακουστικά από τα αυτιά μου ούτε όταν κάποιος μου απευθύνει το λόγο. Αυτό γιατί τώρα τελευταία όποτε μου μιλάει κάποιος άνθρωπος στο δρόμο είναι είτε για να μου ζητήσει λεφτά, είτε για να μου πουλήσει κάτι, είτε για να μου την πέσει. Αυτό που με έβαλε σε σκέψεις είναι ότι τις προάλλες συνειδητοποίησα -με κάποια καθυστέρηση- ότι η κυρία που με ρώτησε κάτι στην Ερμού και εισέπραξε ένα αδιάφορο βλέμμα για απάντηση, δεν ήθελε να μου πουλήσει κάτι, αλλά να μάθει που είναι ο Χυτήρογλου...

Ενιωσα λίγο άσχημα και σκέφτηκα να την προλάβω και να της απαντήσω ότι κι εγώ, πέρα από το "Ελάτε στου Χυτήρογλου - στο κέντρο της Αθήνας" δεν ξέρω κάτι πιο συγκεκριμένο.
Αλλά, αιωνίως αναποφάσιστη γαρ, δεν πρόλαβα να το κάνω. Και παρόλο που στενοχωρήθηκα, προτιμώ την Αθήνα με τα ακουστικά μου παρά χωρίς. Ίσως την επόμενη φορά να απαντήσω με ένα τραγούδι.