






Η σειρά “Μαρία η Άσχημη”, που βασίζεται στην κολομβιανή telenovella του 1999 «Yo Soy Betty La Fea» (η οποία έχει εμπνεύσει 8 περίπου εκδοχές σε διάφορες χώρες) μας δείχνει ότι οι άσχημες έχουν μαλλιά σαν πράσα, ρούχα κατηχητικού, φρύδια σαν το Γιαγκούλα, σιδεράκια και φυσικά μυωπία. Αν αφαιρέσεις όλα αυτά τα extras, με ένα ωραίο χτένισμα και με τη συνδρομή ενός ενημερωμένου στυλίστα, γίνονται κούκλες. Επιβεβαιώνεται λοιπόν για άλλη μια φορά η ρήση ότι «δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, αλλά φτωχές». Οι φτωχές γυναίκες δεν έχουν τα λεφτά ή το χρόνο να περιποιηθούν τον εαυτό τους, ή ακόμα περισσότερο δεν διαθέτουν την κοινωνική τεχνογνωσία να ντυθούν και να φτιαχτούν σωστά, σύμφωνα με το τρέχον πρότυπο δηλαδή.
Δεν γνωρίζω κατά πόσο η Μαρία είναι φτωχή, είδα ότι μένει σε μονοκατοικία με κήπο, από την άλλη βέβαια, σύμφωνα με τις ελληνικές σειρές, οι φοιτητές μένουν σε ρετιρέ στο Λυκαβηττό, οπότε μπορεί και είναι φτωχή με σπιταρώνα, γιατί όχι; Το θέμα είναι ότι αυτή η εικόνα της άσχημης είναι παρωχημένη. Το σύγχρονο σπίτι, φτωχό ή πλούσιο, είναι τόσο κορεσμένο από εικόνες του πως είναι οι ωραίοι και οι ωραίες, που δεν υπάρχει περίπτωση να μην γνωρίζεις πως πρέπει περίπου να φτιαχτείς για να γίνεις επιθυμητός. Επίσης τα κελεύσματα του sexy είναι τόσο επιτακτικά, που είναι πλέον αδύνατον να τα αγνοήσεις. Ακόμα και 9χρονα κοριτσάκια κυκλοφορούν σαν τις μικρές κυρίες, με τσαντάκια χειρός, τακουνάκια και make-up. Τα δε 9χρονά αγοράκια πρέπει να ξοδεύουν ίσα με τρεις ώρες στον καθρέπτη για να σηκώσουν το μαλλί καούκα (λέγε με και διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας). Μα είναι τόσο χαριτωμένα τα χρυσά μου.
Η σύγχρονη φτωχο-άσχημη δε θα ήταν σαν την Μαρία, αλλά θα ήταν μια χαμένη ψυχή στον κυκεώνα του lifestyle, μια κοπέλα που θα φορούσε κάτι “so 5 minutes ago”, κάτι που δε θα ταιριάζε στο σωματότυπό της ή κάτι που θα φαινόταν φτηνιάρικο, χωρίς να είναι vintage. Θα ήταν μάλλον χοντρούλα (αφού η παχυσαρκία είναι πλέον η ασθένεια των φτωχών) με κολλητά μπλουζάκια και χαμηλοκάβαλα παντελόνια και στη μέση θα ξεχύνονταν τα προκοίλια. Θα φορούσε στενά και άβολα πασουμάκια ακόμα και μες τον χειμώνα. Δε θα είχε σιδεράκια (είναι ακριβά αυτά), θα είχε απλώς στραβά δόντια. Φυσικά και θα είχε βγάλει τα φρύδια της, απλώς θα τα είχε βγάλει στραβά. Θα έκανε μόνη της αποτυχημένο γαλλικό μανικιούρ που θα ξέφτιζε στις άκρες. Θα φορούσε φακούς επαφής και μάλιστα χρωματιστούς, αλλά θα ήταν τόσο εμφανές ότι είναι ψεύτικοι. Θα φορούσε μπόλικα χρυσάφια και ασήμια. Θα είχε διαφορικό γυαλί ηλίου στο κεφάλι, fake τσάντα από πλανόδιο και passé μπιχλιμπίδια στο κινητό. Θα είχε ένα μη-trendy κούρεμα, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω αυτό, ίσως να είχε κοκοράκι την αφέλεια. Η μάλλον δεν θα είχε καθόλου αφέλεια και θα ήταν χτενισμένη, αυτό νομίζω είναι τώρα πια το μη-trendy.
Γενικώς η σύγχρονη άσχημη δεν είναι εντελώς αφημένη στην τύχη της όπως η Μαρία. Προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει ωραία, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει ακριβώς. Πάντα κάτι προδίδει τη φτώχια και την άγνοιά της, πάντα κάτι της ξεφεύγει.
Βαθιά εισπνοή…κρατήστε την ανάσα σας…Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά…κουράγιο, έρχονται τα Θεοφάνια…εκπνεύστε.
Έχεις περισσότερο χρόνο αλλά πρέπει να τον ξοδέψεις για να πας σε πάρτι, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και για να στριμωχτείς στα μαγαζιά για να ψωνίσεις δώρα. Ας πούμε ότι αυτά μπορείς να το αποφύγεις, με κίνδυνο βέβαια να φανείς αντικοινωνικός και μίζερος, αλλά ας πούμε ότι είσαι αντικοινωνικός και μίζερος και δεν ντρέπεσαι γι’ αυτό. Τα δώρα βέβαια δεν τα γλιτώνεις με τίποτα, εκτός αν πραγματικά δεν σε ενδιαφέρει καθόλου η συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους. Προσπαθώ εδώ και χρόνια να πείσω τους γονείς μου να καταργήσουμε τα δώρα μεταξύ μας, αλλά φευ.
Πριν από κάποια χρόνια έκανα παρέα με κάποιους ανθρώπους. Όταν έβγαινα μαζί τους αρκετές φορές αισθανόμουν άσχημα. Γιατί; Δεν μπορώ κι εγώ να πω… Ήταν όλοι πολύ ευφυείς και αστείοι άνθρωποι. Επίσης εκείνη την εποχή ήμουν μόνη μου, οπότε ήταν η καλύτερη εναλλακτική λύση. Πολλά βράδια είχα γελάσει πολύ με τα αστεία τους. Αλλά σε προσωπικό επίπεδο δεν είχαν τίποτα να μου πουν. Το μόνο που ήξερα είναι ότι με έκαναν να αισθάνομαι δυσάρεστα, χωρίς να μπορέσω να προσδιορίσω το γιατί ακριβώς. Ήταν ίσως το γεγονός ότι στο πλαίσιο του κυνισμού, του όλοι είμαστε άνετοι και αποστασιοποιημένοι και δε διστάζουμε να πούμε άσχημες αλήθειες, ή ό,τι μας κατεβαίνει γενικώς -χωρίς να μας ενδιαφέρει αν πληγώνουμε ή προσβάλουμε τον άλλον- είχα ακούσει ουκ ολίγα κακεντρεχή σχόλια. Η άλλη προσφιλής τακτική ήταν ότι σιωπηρά εξοστρακίζουμε τον άλλον και μετά είναι δικό του πρόβλημα πως θα ενσωματωθεί.
Για αρκετό καιρό πίστευα ότι το πρόβλημα ήταν δικό μου. Μέχρι που γνώρισα σε κάποιους άλλους φίλους μου αυτή την παρέα και άκουσα αυτό που πάντα υποψιαζόμουν: οι φίλοι σου είναι μίζεροι και στραβωμένοι. Δεν μπορούσα να το πιστέψω μέχρι που το άκουσα αρκετές φορές. Ένιωσα μια πικρόχολη δικαίωση, γιατί τα όσα παράπονα είχα εκφράσει κατά καιρούς είχαν αγνοηθεί με το τη λογική του ‘ε, μην το παίρνεις τόσο σοβαρά΄ ή ακόμα χειρότερα ‘μην κάνεις σαν κακομαθημένο’.
Κράτησα ένα-δύο ανθρώπους μόνο από αυτήν παρέα, δεν μπορώ να πω ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κακίας και αδιαφορίας οφειλόταν μόνο σε αυτούς που άφησα, αλλά ίσως αυτοί που κράτησα ήταν οι μόνοι με τους οποίους μπορούσα να συνεννοηθώ, ένας προς έναν.
Δεν μετάνιωσα για τίποτα, πέρασα αρκετά καλά όσο τους έκανα παρέα. Προφανώς κάτι είχαν να μου δώσουν. Αλλά απόψε τους ξαναείδα και το γνωστό συναίσθημα ξαναγύρισε. Άκουσα μέσα σε ένα βράδυ ότι έχω αποτρελαθεί και ότι είμαι δυστυχισμένη. Τίποτα καινούριο δηλαδή, αυτά που άκουγα όλα αυτά τα χρόνια. Αυτά που αυτοί οι άνθρωποι έλεγαν ο ένας στον άλλον χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμό, ανελέητα.. Και πάλι ένιωσα αυτό το δυσάρεστο, κρύο συναίσθημα. Αυτό που στο δικό τους σύμπαν δεν εξηγείται..
Γιατί στο δικό μου σύμπαν, δεν νοείται φίλος που μιλάει έτσι. Δε νοείται φίλος που σε κάνει να νιώθεις απρόσκλητος στην ίδια σου την παρέα, που φεύγει και δεν χαιρετάει, που σε αφήνει να τον ψάχνεις ενώ έχετε ραντεβού, που εκφράζεται με τα χειρότερα λόγια για τη δουλειά σου. Ας είμαι ένα κακομαθημένο παιδί, προτιμώ τους φίλους μου αληθινούς. Και ευγενικούς. Νομίζω ότι γίνονται και τα δύο.
Τελικά είμαι πολύ μεγάλη για αυτά τα πράγματα… Και δεν έχω να παραπονεθώ και για κάτι, εφόσον η συναυλία έγινε στο χώρο και την ημέρα που ήταν να γίνει και ξεκίνησε την ώρα που ήταν να ξεκινήσει. Οι Tool ήταν καταπληκτικοί, από τα λίγα συγκροτήματα που είναι καλύτερα να τους ακούς live. Με έναν ήχο που ακροβατούσε ανάμεσα στο πρωτόγονο και το διαστημικό, ένα εντυπωσιακό light show και τον Maynard ως εμβληματική, ασκητική φιγούρα στη σκηνή, έδωσαν μια φανταστική συναυλία. Μερικές στιγμές ήταν σχεδόν υπερβατική η εμπειρία του ήχου τους. Αυτή είναι μουσική που τη βιώνεις όχι μόνο εσωτερικά, αλλά και σαν σωματική εμπειρία.
θα γίνει… Αυτή την πάνσοφη ρήση την ακούω συνέχεια και μάλλον επειδή οι φίλοι μου έχουν βαρεθεί να με ακούνε να γκρινιάζω, αλλά έλεος πια. Είναι ο,τι πιο μοιρολατρικό και μίζερο μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Δηλαδή αν κάθομαι στον καναπέ μου κοιτάζω το ταβάνι, αν είναι να πέσει το ταβάνι στο κεφάλι μου, θα πέσει; Αν πηδήξω από τον γκρεμό και είναι να επιζήσω, θα επιζήσω; Τόσο απλά είναι τα πράγματα; Αν γίνει σεισμός την ώρα που κάθεσαι στον καναπέ σου, όντως μπορεί να σου έρθει το ταβάνι στο κεφάλι. Όποτε μετά λες ότι ήταν γραφτό να γίνει. Φυσικά, εκ των υστέρων, όλα φαίνονται σαν να ήταν γραμμένα. Αλλά όταν όλες οι πιθανότητες είναι ανοιχτές, ποιος πραγματικά μπορεί να πει τι θα συμβεί; Και τέλος πάντων δεν είναι πιο ωραίο τα πράγματα να είναι τυχαία, από το να είναι προκαθορισμένα; Δηλαδή, αν τα πάντα στη ζωή μας είναι αποφασισμένα από πριν, εμείς τι ρόλο παίζουμε;
Κάποιος βέβαια θα μπορούσε να πει ότι το θέμα του έργου είναι η ενοχή και η συγχώρεση, τα προσωπεία των ανθρώπων και πως δύο ‘καταραμένοι’ της ζωής μπορούν να έρθουν κοντά, να γίνουν ειλικρινείς, να δώσουν και να πάρουν αγάπη και νιώσουν λίγο άνθρωποι, έστω και για ένα βράδυ μόνο. Τα είδα όλα αυτά και τα κατάλαβα, αλλά για κάποιο λόγο δε με άγγιξαν. Τι να πω, είμαι αναίσθητη; Καθόμουν πολύ μακριά; Βέβαια οι ηθοποιοί είναι εξαιρετικοί, τόσο η Eve Best που έκανε την παρθένα/ πόρνη, όσο ο Colm Meany που έκανε τον πατέρα της και φυσικά ο Kevin Spacey, ο οποίος κατάφερε να αποδώσει πειστικότατα τον χαρακτήρα του μεμψίμοιρου αλκοολικού, αποφεύγοντας τις υπερβολές και την στερεοτυπική απεικόνιση. Παρά τις πολύ δυνατές, έως συγκλονιστικές ερμηνείες και τις έντονες στιγμές του έργου, στο τέλος έμεινα αποστασιοποιημένη. Δεν ξέρω αν έφταιγε το κείμενο αυτό καθεαυτό ή αν κάποια διαφορετική σκηνοθεσία θα του είχε δώσει μια άλλη πνοή. Να προσθέσω βέβαια ότι όλες οι κριτικές που διάβασα ήταν ενθουσιώδεις, οπότε μην ακούτε εμένα! Και σίγουρα αν περάσετε από Λονδίνο ή αργότερα από Νέα Υόρκη (γιατί διάβασα ότι το έργο θα πάει και στο Broadway) αξίζει να το δείτε, έστω για τους ηθοποιούς και μόνο.
Οι χειρότεροι ήταν όμως αυτοί που φέρονταν σαν να σου κάνουν χάρη που έρχονται σπίτι σου να σου πάρουν λεφτά και αυτοί που γκομένιζαν. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο κλειδαράς και ο τηλεορασάς (ή κεραιάς). Έρχεται λοιπόν ο κλειδαράς σπίτι μου, να εγκαταστήσει μια κλειδαριά ασφαλείας, αφού έχει φυσικά αργήσει κάνα τρίωρο και με το που μπαίνει μες το σπίτι αρχίζει τη γκρίνια: τι γειτονιά είναι αυτή, έχουν αγοράσει όλοι οι βλάχοι σπίτια και τα νοικιάζουν σε ξένους, ξέρω εγώ κοπελιά, εδώ μεγάλωσα (και εγώ μεγάλε, αλλά τι να σου λέω τώρα), τι κωλοπολυκατοικία είναι αυτή, η πόρτα σου είναι ετοιμόρροπη, γιατί νοίκιασες αυτό το κωλόσπιτο, η κλειδαριά ασφαλείας σε μάρανε, α ρε κοπελιά τι με βάζεις να κάνω. Ο άνθρωπος δε σταμάτησε να φωνάζει και να βρίζει όση ώρα ήταν εκεί, είτε σε εμένα είτε σε φίλους του στο τηλέφωνο (άσε ρε Μπάμπη γαμώ το κέρατό μου, είμαι σε ένα ερείπιο στη Βικτώρια, ναι ρε συ, θέλουν και κλειδαριά, άσε με έχω τα νεύρα μου). Επίσης είχε έρθει μεσημέρι και (τι να κάνουμε τώρα) έβγαλε το τρυπάνι και το πριόνι και έκανε ένα κολασμένο θόρυβο. Εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι και άρχισα να τηλεφωνώ φίλες μου, με τα νεύρα τσατάλια από τις φωνές του και τη φασαρία, ελπίζοντας ότι το μαρτύριο αυτό θα τελειώσει σύντομα και δε θα γίνει επανάσταση στην πολυκατοικία. Ο τύπος είχε αυτό που λέω «σύνδρομο ταξιτζή»: δε μου αρέσει η δουλειά που κάνω και ξεσπάω πάνω σου. Τι σημασία έχει που πήρε 60 ευρώ για μιας ώρας δουλειά ενώ εγώ βγάζω τόσα με 16 ώρες δουλειά; Έπρεπε ο άνθρωπος να ξεδώσει κάπως και φυσικά το «κοριτσάκι» είναι το πιο εύκολο θύμα. Αμφιβάλλω αν του είχε ανοίξει την πόρτα κάποιος μαντράχαλος αν θα είχε την ίδια συμπεριφορά. Το κερασάκι στην τούρτα είναι ότι φυσικά δεν έκανε καλή δουλειά και η κλειδαριά αυτή έχει χαλάσει περί τις 3 φορές από τότε που την έβαλε. Γιατί τέτοιοι τύποι δεν είναι ποτέ καλοί επαγγελματίες.
Ο επόμενος κορυφαίος ήταν ο τηλεορασάς. Αφού με ρώτησε τι ζώδιο είμαι, αν μένω μόνη μου και αν έχω κάνει ποτέ ραδιόφωνο γιατί έχω ωραία φωνή, εγκατέστησε την κεραία και μετά προσφέρθηκε να μου βάλει και τα κανάλια στην τηλεόραση. Όχι, του λέω εγώ, δεν είναι ανάγκη. Μα, μου λέει, να σε βοηθήσω θέλω. ΟΚ λοιπόν. Αρχίζει να βάζει τα κανάλια, φτάνουμε και στα αναπόφευκτα τσοντοκάναλα, ο τύπος γυρνάει και με λάγνο βλέμμα με ρωτάει: Τα θες; Ε, όχι, του λέω εγώ. Ο τύπος δίνει την απίστευτη απάντηση: Σιγά ρε, τι θα πάθεις. Δηλαδή, μη μας κάνεις την παρθενοπιπίτσα. Κάθομαι λοιπόν να μου βάλει τα τσοντοκάναλα. Πριν φύγει, μου προτείνει να μου δέσει τα χέρια με καλώδια. Όχι, δεν κάνω πλάκα, ήθελε να μου «δείξει κάτι». Πως κάνει τον ναυτικό κόμπο, δεν ξέρω. Δεν μου είπε ακριβώς «Έλα να σε δέσω». Απλώς στεκόμασταν όρθιοι, αυτός με τα καλώδια στα χέρια και μου λέει: Τέντωσε τα χέρια σου μπροστά να σου δείξω ένα κόλπο. Φυσικά και είχα καταλάβει τι ήθελε να κάνει. Έφερα κάποιες αντιρρήσεις, αλλά αυτός επέμενε. Τελικά, συμφώνησα. Είναι περίεργο πως συμβαίνουν αυτά τα πράγματα. Νομίζω ότι ήταν ισόποσες δόσεις των παρακάτω σκέψεων: είναι ένας γελοίος τύπος που δεν πρόκειται να κάνει τίποτα κακό, αν του φέρω αντίρρηση τώρα μπορεί να θυμώσει και τέλος: δε θέλω να δείξω ότι φοβάμαι. Ήταν από τις στιγμές που νομίζεις ότι δεν είναι πραγματικές. Του προτείνω τα χέρια, μου κάνει τον ναυτικό κόμπο και μου λέει: «Χα, είδες τι έπαθες; Τώρα μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω». Του απαντάω εγώ: «Ναι, όντως. Πολύ έξυπνο». Και με έλυσε. Με τα πολλά κατάφερα να τον βγάλω από το σπίτι και μετά καθόμουν και κοίταζα το κενό, αναλογιζόμενη τι ακριβώς έγινε.
Θα μπορούσε να είχε συμβεί οτιδήποτε. Οτιδήποτε. Ακόμα προσπαθώ να συνειδητοποιήσω γιατί συμφώνησα σε αυτό το πράγμα. Κάποιες φορές νομίζω ότι ήταν η εξυπνότερη αντίδραση. Πραγματικά ήθελε τόσο πολύ να το κάνει, που πιστεύω ότι αν του έλεγα όχι θα είχαμε χειρότερα. Ίσως και όχι βέβαια. Σίγουρα πάντως ήταν ένα παιχνίδι εξουσίας από μέρους του. Στο οποίο εγώ πήρα το ρόλο του χαζού θύματος. Στρατηγική απόφαση δεδομένων των συνθηκών, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι φέρθηκα σα θύμα. Σα να ήταν δικαίωμά του να κάνει αυτό που ήθελε και εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να ελιχθώ ανάλογα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι πολλές γυναίκες έχουν μάθει να βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από την επιθυμία των ανδρών -μόνο. Κάποιος έχει θέσει τους όρους του παιχνιδιού και δε σκέφτεσαι καν ότι θα μπορούσες να τους αλλάξεις. Ίσως αν ήμουν πιο δυναμική, πιο αυταρχική, ή πιο κάτι άλλο που δεν είμαι, να μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα. Αλλά δεν είμαι και ο κόσμος είναι δύσκολος για τις γυναίκες που δεν είναι. Μέχρι να γίνω λοιπόν, ποτέ ξανά μόνη με μάστορα στο σπίτι.
Διάβασα πρόσφατα σε ένα blog (δε θυμάμαι που, αν κάποιος το έχει δει και θυμηθεί κάτι να μου το πει να βάλω το link) ένα αστείο σχόλιο που έλεγε κάτι τέτοιο: «οι μητέρες πολλών bloggers είναι μεγάλες και δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν το internet, με αποτέλεσμα πολλούς bloggers να μην τους ξέρει ούτε η μάνα τους».
Πετυχημένο το σχόλιο, αλλά πέραν της πλάκας άρχισα να σκέφτομαι κατά πόσο οι bloggers θα ήθελαν πραγματικά να τους ξέρει η μάνα τους.
Mπορώ να πω ότι η μητέρα μου ξέρει να πλοηγηθεί στο internet. Καταβάλαμε βέβαια αρκετή προσπάθεια, χρειάστηκε να θέσω ιδιαίτερα αυστηρούς και άκαμπτους κανόνες (αυτό το κουμπί να μην το πατάς ποτέ, μόνο έτσι θα πηγαίνεις εκεί, ό,τι σε ρωτάει ο υπολογιστής να απαντάς όχι) και τέλος χρειάστηκε να εμπλακώ και σε ετυμολογική διαμάχη: η μητέρα μου δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός ότι λέμε «λογαριασμός email», αφού λογαριασμό έχουμε μόνο στην τράπεζα ή στον μπακάλη και «Τι εννοείς θα έχω έναν λογαριασμό με τα γράμματά μου; Είναι λάθος λέξη ο λογαριασμός. Όχι, θέλω να μου το εξηγήσεις». Τελικά το θέμα λύθηκε με τη γνωστή μέθοδο «έτσι-το-λένε-και-δεν-ξέρω-γιατί-και-ετσι-θα το-λες-και-εσυ-αφησε-με-ήσυχη-ΕΠΙΤΕΛΟΥΟΥΟΥΟΥΣ». Πάντως τα καταφέραμε και πιστεύω ότι αν της το ζητούσα, η μητέρα μου θα έμπαινε στο blog μου. Αλλά δε θα ήθελα να της το πω -ειδικά μετά από αυτό το post…!
Νομίζω ότι πολλά blogs είναι ένα πεδίο απόλυτα προσωπικής έκφρασης και αν ήξερες ότι το έβλεπε η μητέρα σου δε θα μπορούσες να είσαι τόσο ελεύθερος σε αυτά που γράφεις. Πολλοί δε θέλουν να το πουν καν σε φίλους τους ότι έχουν blog και εγώ σίγουρα δε θα ήθελα να πω σε κάποιον από τη δουλειά μου. Δε νομίζω ότι είναι κρυψίνοια ή φόβος της κριτικής. Απλώς διατηρείς τη δυνατότητα να μην αυτολογοκρίνεσαι όταν θες να πεις κάτι πολύ δικό σου.
Βέβαια αν είσαι ζωγράφος (τηρούνται οι αναλογίες, δεν είναι ανάγκη να το γράψω- ή μάλλον είναι), κάποια μέρα οι γονείς σου θα δουν τους πίνακές σου. Αλλά όχι και να τους καλέσεις στο ατελιέ την ώρα που ζωγραφίζεις. Το blog έχει το στοιχείο του έργου εν εξελίξει, δεν είναι ποτέ τελειωμένο, ίσως γι’αυτό δεν θα ήθελες ποτέ να το δείξεις στους γονείς σου.
Τριγυρνούσα στο διαδίκτυο ψάχνοντας κείμενα για το λεγόμενο verbal abuse και πως αντιμετωπίζεται. Βρέθηκα σε διάφορα sites ψυχολογικής βοήθειας. Πάντα μου άρεσε να διαβάσω τέτοια κείμενα ή βιβλία «αυτοβοήθειας» (λέγε με και λαϊκή ψυχολογία), σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι μπορείς να αλλάξεις κάτι στον εαυτό σου. Οι περισσότεροι τα διαβάζουν, νιώθουν να τους κατακλύζει ένα κύμα αισιοδοξίας και αυτογνωσίας και μετά δεν κάνουν τίποτα. Και εγώ το ίδιο. Τα περισσότερα είναι αμφιβόλου επιστημονικής εγκυρότητας, αλλά δεν παύουν να γοητεύουν. Κάτι σαν τα ζώδια.
Τέλος πάντων, χαμένη στο δάσος της αυτοβοήθειας, πέτυχα ένα κείμενο που είχε ως τίτλο «Are you a people pleaser?». Δεν γνωρίζω πως μεταφράζεται το people pleaser, οπότε θα το αφήσω ως έχει. Στην αρχή του κειμένου είχε ένα είδος τεστ, κάποιες δηλώσεις με τις οποίες αν συμφωνούσες, σήμαινε ότι είσαι people pleaser. Οι προτάσεις ήταν:
Φυσικά συμφώνησα με όλες τις προτάσεις. Όταν έφτασα στο τέλος, άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας. Αμάν, είμαι ένας κατάπτυστος people pleaser, ένα άβουλο και άτολμο πλάσμα, ένας αδιάφορος καθρέπτης της προσωπικότητας των άλλων. Ειδικά αυτό με τη ‘φαντασίωση του δυνατού ανθρώπου που αλλάζει τη ζωή σου’ μου στοίχισε. Καλά, μέσα στο μυαλό μου είναι; Αυτή είναι η περιγραφή του άντρα των ονείρων μου! Κάποιοι φίλοι μου θα διαφωνήσουν ότι αποφεύγω να θυμώνω, αλλά αν ήξεραν μόνο πόσο φορές θυμώνω και δεν το δείχνω…
Το κείμενο συνέχιζε ότι πρέπει να εξασκηθείς να λες όχι. Πρέπει να το λες δυνατά και μόνος σου μέσα στο σπίτι, για να συνηθίσεις τον ήχο της φωνής σου να ξεστομίζει αυτή την απαγορευμένη λέξη. Εξηγούσα σε μια φίλη μου την τελευταία τρομερή ανακάλυψη που έχω κάνει για την προσωπικότητα μου και πως πρέπει να μάθω να λέω όχι. Και μου λέει η φίλη μου: μήπως πρέπει να αρχίσεις απαντώντας όχι στις προτάσεις του τεστ;
Καταπληκτικό.
Οποία έκπληξη λοιπόν, όταν ο υπολογιστής άρχισε να βγάζει όλα τα τραγούδια που είχα στον υπολογιστή μου με τη λέξη girl στον τίτλο τους.
Όπως σε όλες τις λίστες τέτοιου τύπου (όσοι ακούνε Πετρίδη φυσικά καταλαβαίνουν!!), βρήκα τα πάντα: τραγούδια που δεν ήξερα ότι είχα (Freshies…ούτε που θυμάμαι γιατί το κατέβασα αυτό, δεν γνωρίζω καν το συγκρότημα), τραγούδια που δεν είχα ακούσει ποτέ (όπως αυτό του Sonny Boy Williamson I, από μια συλλογή blues με επιλογές του Martin Scorsese) τραγούδια από δίσκους που μου άρεσαν αλλά δεν είχα προσέξει (όπως το Taste the Last Girl από τους Sons and Daughters), τραγούδια που ντρέπομαι που τα έχω κατεβάσει (The Girl With The Pearl's Hair…μα πόσο ξενέρωτη είμαι!! γι’αυτό καμιά φορά ακούω κατά λάθος Radio Gold), αγαπημένα τραγούδια (The Girl Who Lives on Heaven Hill, τι ύμνος...), αναμενόμενα (My Girl, Girl from Ipanema), πρόσφατες επιτυχίες (Bird Girl, Country Girl) και φυσικά όχι που δε θα είχαν τραγούδια με τη λέξη girl οι φίλες Huggy Bear και Bikini Kill.
Κοινώς, το ψάξιμο τραγουδιών με λέξεις-κλειδιά είναι ένας ωραίος και εύκολος τρόπος να δεις τη συλλογή σου με άλλο μάτι, να εκπλαγείς ευχάριστα (και δυσάρεστα) και να συνειδητοποιήσεις τι έχεις κατεβάσει τελικά όλα αυτά τα χρόνια. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε χρόνιους downloaders, ειδικά σε όσους περνάνε υπαρξιακή κρίση του τύπου «βαριέμαι να ακούσω όλα αυτά που έχω κατεβάσει, αλλά συνεχίζω να κατεβάζω σαν να μην υπάρχει αύριο».
Ποιος έχει κουραστεί να απολογείται για τη γειτονιά του; Εγώ!!
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου έπρεπε να αντιμετωπίσω ένα μπαράζ αποριών όταν απαντούσα στην ερώτηση: που μένεις;
…and I am standing here with emptiness all around, όπως λέει και το γνωστό αγαπημένο τραγούδι.
Σε μια εβδομάδα από τώρα πρέπει να παρουσιάσω μια εργασία μου. Θα είμαι μόνη σε ένα δωμάτιο με τρεις εξεταστές, οι οποίοι υποτίθεται ότι μετά την παρουσίαση θα μου κάνουν και ερωτήσεις για την εργασία μου.
Δεν υπάρχει τίποτα που να σιχαίνομαι περισσότερο από τις παρουσιάσεις. Εντάξει, ίσως τις κατσαρίδες. Αλλά ακόμα και αυτές αντιμετωπίζονται κάπως, από τις παρουσιάσεις δεν γλιτώνεις με τίποτα. Όσες και να κάνεις, μπορεί στην πορεία να βελτιώσεις τα λεγόμενα presentation skills, αλλά από το άγχος δεν ξεφεύγεις με τίποτα.
Ακόμα και αυτή η παρουσίαση, που ουσιαστικά δεν έχει καμία σημασία και δεν θα καθορίσει τίποτα για το μέλλον μου, μου προκαλεί τρόμο. Ξυπνάω ξαφνικά το βράδυ με ορθάνοιχτα τα μάτια (ακριβώς όπως στα θρίλερ) επειδή σκέφτηκα ότι έχω ξεχάσει κάτι, ότι ίσως κάποια νούμερα δεν είναι σωστά, ότι θα με ρωτήσουν κάτι που δεν ξέρω και κοινώς ότι θα γίνω ρεζίλι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ίσως ακριβώς το γεγονός ότι το όλο πράγμα δεν έχει καμία σημασία να μου προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο εκνευρισμό. Ότι θα πρέπει να υποστώ μια παρωδία ακαδημαϊκής διαδικασίας, από ανθρώπους που δεν είναι καν καθηγητές σε κάποιο Πανεπιστήμιο, προκειμένου απλώς να τηρηθούν κάποια προσχήματα. Γιατί πάνω απ’όλα, είναι το φαίνεσθε.
Μέχρι να έρθει αυτή η καταραμένη στιγμή, είμαι εντελώς ανίκανη για οποιαδήποτε δραστηριότητα, πέρα από το να κάνω πρόβες και να βλέπω τηλεόραση. Μιλάμε για πολλή τηλεόραση, μέχρι και «Δύο μέρες μόνο» είδα χθες. Τι άλλο θα επακολουθήσει Θεέ μου;
Θα μπορούσα να πάω ένα ταξίδι γιατί έχω μια εβδομάδα καιρό, αλλά για κάποιο ακαθόριστο λόγο, νιώθω ότι δεν μπορώ. Ότι δεν πρέπει.
Το παρήγορο είναι βέβαια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ακριβώς έτσι πριν από μια παρουσίαση. Μου είχε πει ένας καθηγητής Πανεπιστημίου ότι του προκαλούν τέτοιο άγχος, που σε ένα διεθνές συνέδριο, είχε κάνει λάθος την πρωτεύουσα μιας αφρικάνικης χώρας. Εντάξει, του λέω εγώ, συμβαίνουν αυτά. Ναι, μου λέει αυτός, αλλά είμαι καθηγητής Γεωγραφίας. Ουπς.
Αφού όλοι νιώθουμε έτσι, γιατί δεν καταργούμε τις παρουσιάσεις; Αν συμμετείχα ποτέ σε κάποιο κίνημα, πέρα από αυτό για την «προστασία των δικαιωμάτων των επιβαινόντων σε ταξί» (φανταστικό – θα ήθελα να το δημιουργήσω, αλλά φευ), θα ήταν η «επαναστατική κίνηση για απελευθέρωση από τις παρουσιάσεις».
ΕΚΑΠ. ΟΛΕ.
Επειδή κανένας από τους υποψηφίους δε μου γεμίζει το μάτι (συγγνώμη παιδιά) και επειδή δεν έχω κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια σε κάποιο κόμμα (απλώς σε κάποια έχω μια αντιπάθεια, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία), σκέφτηκα να δω την εκπομπή του ΑΝΤ1 η οποία διαφημιζόταν ως «το πρώτο debate των υποψήφιων δημάρχων».
Ας είμαστε λοιπόν λίγο θετικοί και ας ελπίσουμε ότι από την εκπομπή θα μάθουμε κάτι για τους υποψήφιους και το πρόγραμμά τους για την Αθήνα. Ξέρω ότι μπορώ να διαβάσω τα προγράμματα και θα το κάνω, αλλά καθότι είμαι οπτικοακουστικός τύπος προτιμώ να βλέπω και να ακούω. Εξάλλου η τηλεόραση είναι ένας χώρος όπου υποτίθεται ότι διεξάγεται δημόσιος διάλογος.
Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι ένα πεδίο στο οποίο τα πράγματα είναι απτά και συγκεκριμένα, οπότε θεώρησα αφελώς ότι οι άνθρωποι θα μιλούσαν στοχευμένα και όχι με τις γνωστές αοριστίες των εθνικών εκλογών. Γεννήθηκα και μένω στο κέντρο και γνωρίζω τα προβλήματα -τώρα ακούγομαι λίγο σαν υποψήφια, ή μου φαίνεται; Τελοσπάντων, είναι από τις περιπτώσεις όπου θα μπορούσα να ψηφίσω όχι κομματικά, αλλά πραγματικά με βάση το σχέδιο του κάθε συνδυασμού για την Αθήνα.
Δεν ξέρω ποιος είδε την εκπομπή, εγώ άντεξα για μισή ώρα, σαράντα λεπτά μάξιμουμ. Όση ώρα είδα, η συζήτηση αναλώθηκε σε μικρο-παρα-πολιτικές διαμάχες, για το είχε κάνει ο τάδε όταν ήταν υπουργός, ο δείνα όταν ήταν υφυπουργός, οι άλλοι που δεν είχαν ποτέ κάποιο πολιτικό αξίωμα, κοινώς, άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Κουβέντα για την Αθήνα. Τι κουβέντα, κιχ. Και σε αυτό μπορώ να πω ότι έχει κάποια ευθύνη και η δημοσιογράφος, η οποία όχι μόνο δεν προσπάθησε να κατευθύνει τη συζήτηση στο ζητούμενο, αλλά μονίμως επανερχόταν στις κομματικές αντιπαραθέσεις, στα σκάνδαλα και στην πιθανότητα πρόωρων εκλογών και γενικώς περιφερόταν με ύφος αποστασιοποιημένης πυργοδέσποινας. Δεν έχω τίποτα με τη γυναίκα, αλλά έλεος. Λύγισα όταν έβγαλαν στο τηλέφωνο τον Παπουτσή που ήθελε να διαμαρτυρηθεί για κάτι που του είχε καταλογίσει ο Κακλαμάνης.
Καληνύχτα, μεταφορικά και κυριολεκτικά.
Η μουσική δηλαδή δεν έχει κάποια αντικειμενική, εξωτερική αξία ή κατεύθυνση πέρα από αυτή που της δίνει ο καθένας. Εξ ου και η επικινδυνότητα, ή το απρόβλεπτο, ανεξέλεγκτο της μουσικής.
Αυτό βίωσα εγώ στη συναυλία των Pearl Jam χτες, όταν τραγούδησαν το Black. Μέχρι εκείνή τη στιγμή όλα πήγαιναν καλά και ωραία, όπως ήταν αναμένομενο -και απαιτούμενο- από ένα μεγάλο συγκρότημα όπως οι Pearl Jam.
Το αναγνώρισα φυσικά από τις πρώτες νότες και περίμενα ότι απλώς θα τραγουδούσαμε όλοι μαζί άλλο ένα τραγούδι της ώριμης εφηβείας μας. Λάθος. Η προσωπική μου ιστορία με το τραγούδι με πρόλαβε. Δεν λέω κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό, είμαι σίγουρη για αυτό, αλλά το τραγούδι αυτό ήταν για μένα το τραγούδι του χωρισμού μου από τον πρώτο μου έρωτα. Μιλάμε για 13 χρόνια πριν και για κάποιον άνθρωπο που ως λογικό ον που είμαι, δεν σκέφτομαι καθόλου πια. Δεν ξέρω καν ποιος είναι πλέον, ή αν ζει. Τις προάλλες μάλιστα είχα συνειδητοποιήσει ότι αν τον γνώριζα τώρα, μάλλον αυτός ο άνθρωπος δε θα μου έλεγε τίποτα.
Πέραν της ψύχραιμης ανάλυσης του τώρα, τότε αυτή η κατάσταση με είχε διαλύσει. Και χωρίς μελοδραματισμούς, σίγουρα δεν έχω ξανανιώσει έτσι, απλώς μετά από κάποια χρόνια, έμαθα να ζω με αυτό. Δηλαδή κάποιοι άνθρωποι (όλοι;) ερωτεύονται τρελά μόνο μια φορά στη ζωή τους. Έξαλλου αυτά τα έντονα συναισθήματα δεν κρατάνε, αν συνέχιζε η σχέση θα γινόμασταν άλλο ένα βαρετό ζευγάρι, όλα τα γνωστά παρηγορητικά. Που φυσικά πρέπει να τα πιστέψουμε, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζούμε. Και που φυσικά τα έχω πιστέψει και εξακολουθώ να τα πιστεύω.
Εκτός από όταν άρχισε το Black και ξαφνικά ένιωσα ακριβώς όπως τότε. Δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας βεβιασμένης προσπάθειας να ταξιδέψω στο παρελθόν και να βυθιστώ σε αναπολήσεις, με μια γλυκειά μελαγχολία ολούθε. Ήταν ένα συναίσθημα τόσο παλιό και γνώριμο, τόσο φυσικό, ακριβώς σαν τους στίχους ενός αγαπημένου τραγουδιού, που επανέρχονται ένας προς έναν, χωρίς να θυμάσαι καν πιο είναι το τραγούδι. Ήταν ένα συναίσθημα που ήταν πάντα εκεί, που είναι πάντα εκεί. Ήμουν πάλι στο δωματιό μου, έπαιζα το δίσκο και έκλαιγα μέχρι θανάτου. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχα στερηθεί αυτή την ευτυχία. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι κάποιος μου έχει δείξει ότι μπορούσα να είμαι ανέλεμελη και ερωτευμένη για να το πάρει τόσο άδικα πίσω. Και άρχισα να κλαίω στη μέση της συναυλίας. Κάτι που παρεπιπτόντως σιχαίνομαι να κάνω. Γενικώς, όχι μόνο σε συναυλίες. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Σκεφτόμουν, γιατί τώρα αυτό, τόσα χρόνια μετά; Γιατί είναι τόσο βίαιο; Γιατί δεν μπορώ να το ελέγξω;
Γι’αυτό είναι επικίνδυνη η μουσική.
Μεταφραστική δυστοκία παρουσιάστηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας! Ήταν μάλιστα δύο τύπων: γλωσσική και διανοητική. Για να εξηγούμαι: πήγα να δω τη γιαπωνέζικη ταινία 9 Ψυχές του Τοσιάκι Τογιόντα (έτσι λέγονταν και τα αυτοκίνητα, απλώς το άλλαξαν σε Τογιότα γιατί θεωρήθηκε πιο εύηχο για τους δυτικούς καταναλωτές -δεν το ήξερα φυσικά εγώ, μου το είπε ένας φίλος μου).
Πρώτη μεταφραστική δυστοκία: υπήρξαν κάποια αστεία λάθη στους υπότιτλους… Δεν γνωρίζω γιαπωνέζικα, αλλά η ταινία είχε και αγγλικούς και ελληνικούς υπότιτλους. Το «is this your 'hood?», μεταφράστηκε «αυτή είναι η κουκούλα σου;» -καλό, δεν μπορώ να πω. Το «some people turn on you» μεταφράστηκε «μερικοί άνθρωποι σε ανάβουν», όχι τόσο αστείο όσο το άλλο, απλώς λάθος. Εντάξει, δεν θέλω να διυλίζω τον κώνωπα, αλλά είναι δυνατόν να είναι τόσο άσχετοι οι μεταφραστές;
Δεύτερη μεταφραστική δυστοκία: μετά την προβολή ο Τογιόντα θα απαντούσε σε ερωτήσεις του κοινού. Άργησε λίγο και όταν κατέφτασε η αίθουσα είχε σχεδόν αδειάσει. Βασικά χάρηκα που δεν ήταν μέσα στην προβολή γιατί η ταινία έλαβε ένα πολύ χλιαρό χειροκρότημα, ενώ ήταν πολύ καλή. Ίσως να ήταν μουδιασμένος ο κόσμος γιατί οι σκηνές του τέλους ήταν ιδιαίτερα φορτισμένες. Πάντως, όπως προείπα, ο Τογιόντα δεν ήταν μέσα στην προβολή, οπότε μου πέρασε και εμένα η στενοχώρια. Έρχεται λοιπόν ο σκηνοθέτης και όπως πάντα, στην αρχή δεν έκανε κανείς ερωτήσεις. Επικρατούσε μια απίστευτη αμηχανία, με τα 20 άτομα που είχαν μείνει στην αίθουσα να αλληλοκοιτάζονται και ο ένας να λέει στον άλλον «ρωτήστε κάτι ρε παιδία». Έχω παρατηρήσει ότι σε τέτοιες καταστάσεις, αρκεί να γίνουν οι 2-3 πρώτες ερωτήσεις και μετά ο κόσμος δεν σταματάει να ρωτάει. Το αστείο ήταν ότι όταν ξεκίνησαν οι πολύ σινεφίλ/ φιλοσοφικές ερωτήσεις, ο κακομοίρης ο διερμηνέας δεν τις καταλάβαινε καθόλου, οπότε δεν μπορούσε να τις εξηγήσει στον σκηνοθέτη. Δεν ήταν γλωσσικό το πρόβλημα, ο διερμηνέας ήταν Έλληνας. Αλλά κάποιες ερωτήσεις ήταν πολύ εξειδικευμένες. Αυτό που έγινε ήταν ότι ο δημοσιογράφος που ήταν εκεί, μετέφραζε τις ερωτήσεις σε πιο απλά νοήματα για τον διερμηνέα και ο διερμηνέας με τη σειρά του τις μετέφραζε στα γιαπωνέζικα για τον Τογιόντα. Τι κατάλαβε τώρα ο άνθρωπος από αυτά που ρωτούσαμε, ο Θεός κι η ψυχή του.
Έκανα και εγώ ερώτηση, η οποία μου βγήκε και τελείως διαφορετική από αυτό που είχα στο μυαλό μου! Σκεφτόμουν να ρωτήσω κάτι πολύ φιλοσοφημένο, όπως «τελικά δεν υπάρχει διέξοδος από τη φυλακή της ζωής μας;» και κατέληξα να ρωτήσω «τελικά αυτοί απέδρασαν ή όχι;».
Άλλη μια σκέψη χαμένη στη μετάφραση…
Τις προάλλες είχα πάει για καφέ με μία φίλη μου στην πλατεία Βικτωρίας, κάτω από το σπίτι μου δηλαδή. Δεν ξέρω γιατί ενώ υποτίθεται ότι μετακόμισα -εν μέρει- για να φέρνω φίλους και φίλες σπίτι, τελικά καταλήγω να τους βλέπω όλους έξω. Σχεδόν ακριβώς έξω από το σπίτι μου. Θα μπορούσα να βγω στο μπαλκόνι και να με κοιτάζω από πάνω. Κοιτά τη χαζή που χαλάει λεφτά για να πιει καφέ κάτω από το σπίτι της..
Τέλος πάντων, όταν καθίσαμε στην καφετέρια πρόσεξα έναν ηλικιωμένο κύριο που καθόταν στο βάθος. Μερικοί άνθρωποι έχουν κάτι αλλόκοτο που τραβάει το βλέμμα σου, πριν τους δεις καν. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που εκπέμπουν, πως το συλλαμβάνεις και χωρίς να το συνειδητοποιείς, γυρνάς και τους κοιτάζεις. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ακριβώς στο όριο: άπλυτος, γένια μέχρι το στέρνο, βαθουλωμένα μάγουλα, αλλά αρκετά περιποιημένα ρούχα, στητή στάση και καθαρή ματιά.
Άρχισα να μιλάω με τη φίλη μου και ήμουν εντελώς απορροφημένη στη συζήτηση, όταν ένιωσα ένα χέρι στο σβέρκο μου, γύρισα τρομαγμένη και είδα τον εν λόγω κύριο να στέκεται ακριβώς από πάνω μου. «Θα μου δώσεις ένα τσιγάρο;». Σημειωτέον ότι είχε ήδη ένα πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι του. Του εξηγώ ότι δεν έχω έτοιμο τσιγάρο, γιατί καπνίζω στριφτά. Του πρόσφερα να στρίψει αν ήθελε, αλλά αυτός ήθελε να του στρίψω εγώ ένα τσιγάρο. Τελικά συμβιβαστήκαμε με το να του δώσω μερικά χαρτάκια. Πριν φύγει με διέταξε να στρίψω ένα τσιγάρο για μένα. Γενικά έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους που εισβάλλουν απρόσκλητοι χώρο μου και μου δίνουν και διαταγές, αλλά έκρινα ότι δεν είχε νόημα να τσακωθώ, οπότε αρνήθηκα ευγενικά. Ο καφές συνεχίστηκε με διάφορες παρεμβάσεις από τον κύριο. Πεταγόταν να μας ανάψει τα τσιγάρα, ακουμπούσε το δικό του τσιγάρο στο τραπέζι μας, παρεμβαλλόταν στη συζήτησή μας. Θυμήθηκα μια άλλη φίλη μου, η οποία πάντα έπιανε κουβέντα με όποιον περαστικό ήθελε παρέα. Έλεγε ότι δεν ήθελε να έχει φοβικές αντιδράσεις απέναντι σε αγνώστους, απλώς επειδή είναι διαφορετικοί από το μέσο όρο. Δεν ξέρω τι είναι ακριβώς φοβική αντίδραση, η αλήθεια είναι ότι εγώ ήθελα μόνο να συζητήσω με τη φίλη μου.
Κάποια στιγμή ο κύριος μας είπε ότι το μόνο τηλέφωνο που ξέρει απέξω είναι αυτό της κόρης του. Φαντάστηκα την κόρη του να σηκώνει το τηλέφωνο και να πηγαίνει να τον μαζέψει από διάφορα μέρη, να τον νοικοκυρεύει, μέχρι την επόμενη φορά. Μας είπε και για τον αδελφό του, με τον οποίο τσακώνονται γιατί του λέει ότι δεν πρέπει να ενοχλεί τους άλλους ανθρώπους όταν συζητάνε. Φαντάστηκα τους καυγάδες με τον αδελφό του, ‘γιατί δεν μπορείς να φερθείς φυσιολογικά;’. Ήταν προφανές ότι ο κύριος ήθελε κάποιον να μιλήσει μαζί του, κάποιον που δεν θα είχε κουραστεί από αυτόν. Δοκιμάσαμε λοιπόν να συζητήσουμε, αλλά με λίγη επιτυχία. Δεν ήταν και πολύ εύκολος χαρακτήρας. Μου έδωσε την εντύπωση ενός ιδιαίτερα αυταρχικού ανθρώπου, αλλά ίσως να τον είχε κάνει αυταρχικό η κατάστασή του. Ή ίσως να περιήλθε στην κατάσταση αυτή επειδή ήταν τόσο αυταρχικός. Το σίγουρο ήταν πως ήταν αλκοολικός, αφού είχε κατεβάσει 3 νεροπότηρα ουίσκι στη μιάμιση ώρα που καθίσαμε εκεί. Αλλά ούτε ο αλκοολισμός γνωρίζω αν ήταν η αιτία ή το αποτέλεσμα της κατάστασής του.
Φύγαμε και μου έμεινε η απορία. Τελικά τι έγινε εδώ; Ήμουν ο καλός άνθρωπος που κατανοεί τα προβλήματα του άλλου και του προσφέρει κάποιες στιγμές επικοινωνίας; Ήμουν ο υποχωρητικός άνθρωπος που δεν μπορεί να διεκδικήσει το πιο απλό πράγμα στον κόσμο, έναν καφέ με τη φίλη του; Το να συζητήσεις με κάποιον διαφορετικό άνθρωπο χωρίς να το θέλεις πραγματικά, είναι απόδειξη μη φοβικής στάσης, ή μήπως είναι η απόλυτα φοβική στάση;
Τι γίνεται στο μεταξύ; Μετά το πριν και πριν το μετά; Περιμένεις να αρχίσει η καινούρια σου ζωή και όλα είναι μετέωρα. Για κάποιο λόγο ζεις την ημέρα σου αποσπασματικά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα με αρχή και τέλος. Βρίσκεσαι σε ένα αέναο ενδιάμεσο που σε παραλύει.
The suspense is killing me. Αλλά όχι ακριβώς. Γιατί ακόμα και το suspense έχει μείνει ακίνητο, ένας πίνακας στον τοίχο που δεν προσέχεις πια. Η ζωή σου έχει μεταβληθεί σε αίθουσα αναμονής με εσένα καθισμένο ήσυχα να κοιτάς το ρολόι. Να φύγω; Όχι ακόμα. Να πάω μια βόλτα, ή θα χάσω το τρένο; Νομίζω ότι θα έρθει όπου να είναι, αλλά δεν είμαι σίγουρη. Δεν είμαι καν σίγουρη αν θέλω να ανέβω. Αλλά μέχρι να έρθει, δεν μπορώ να ξέρω. Τι μπορείς να κάνεις σε μια αίθουσα αναμονής;
Μόνο να αναβάλλεις. Όλα θα γίνουν μετά. Μόλις ξεκινήσει η καινούρια σου ζωή, θα τα κάνεις όλα. Αλλά όχι τώρα. Τώρα περιμένεις.
Δύο ηθοποιοί, άσχετοι μεταξύ τους, εκτός από το γεγονός ότι είναι Άγγλοι, καλοί ηθοποιοί και έχουν μεταναστεύσει στην Αμερική. Ο ένας την πάτησε, ο άλλος πάει να την πατήσει. Για να δούμε τι θα γίνει...
Gary Oldman: Αυτός νομίζω έχει το φαν κλαμπ του στην Ελλάδα (όλοι οι τρελοί εδώ προκόβουν). Είχα εντυπωσιαστεί όταν τον είχα δει στο State of Grace, από τις πρώτες ταινίες που γύρισε όταν πήγε στην Αμερική, τότε που ήταν the next big thing. Στην ταινία αυτή έπαιζε τον αγαθό, λεριάρη, κακομοίρη ανθυποκακοποιό και νομίζω μόνο αυτός θα μπορούσε να κάνει έναν τέτοιο χαρακτήρα ενδιαφέρων -για να μην πω sexy. Αφού είδα το State of Grace τρεις φορές -τέτοιο σοκ είχα πάθει- είδα σχεδόν όλα τα έργα που είχε γυρίσει παλιότερα στην Αγγλία, αγαπημένα το Prick Up Your Ears και το Rozencrantz and Guilderstern Are Dead. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις. Μετά ήρθε ο Δράκουλας, όπου τι να πούμε…Την αγαπάμε, αλλά κρίμα που η ταινία δεν ήταν τόσο καλή και πήγε χαμένη η εκπληκτική ερμηνεία του Gary. Kαι πιο μετά, τον έφαγε η παροιμοιώδης μαρμάγκα. O μόνος του πρωταγωνιστικός ρόλος σε ταινία που βλεπόταν ήταν στο Romeo is Bleeding, άντε και στο Immortal Beloved. Δεν χάθηκε, αλλά καλύτερα να χανόταν με τις αηδίες που παίζει, στις οποίες σχεδόν πάντα κάνει τον παρανοϊκό εγκληματία. Στις κάπως σοβαρές ταινίες που εμφανίζεται, αν καταφέρετε να τον αναγνωρίσετε παίρνετε βραβείο γιατί είναι πάντα παραμορφωμένος ή απίστευτα αλλαγμένος. Δηλαδή είδα και Harry Potter για χάρη του και πάλι δεν φαινόταν το πρόσωπό του. Τελευταία διαβάζω ότι είναι ρεπουμπλικάνος και υποστηρικτής του Bush.…αλλά δεν πιστεύω τις κακές γλώσσες! Υπήρξε και παντρεμένος με την Uma Therman, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται αυτό τώρα -και τότε απίστευτο ήταν μάλλον. Ή που θα παραμείνει για πάντα ο καραγκιόζης που έγινε ή που στα 60 του θα επανακάμψει με κάποιον σοβαρό ρόλο. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Πρόσεξε παιδί μου Clive…Δες τι έπαθε ο συμπατριώτης σου ο Gary που έπαιζε συνέχεια τον ψυχοπαθή.
Τις προάλλες ήμουν στον οφθαλμίατρο, ο οποίος κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια μου και δεν είδε τη ψυχή μου, αλλά ότι μου λείπουν βιταμίνες (από κάποιον ιστό στα μάτια που ήταν χαλαρός ή κίτρινος ή κάτι τέτοιο αηδιαστικό). Με ρωτάει λοιπόν ο γιατρός: -Παίρνεις βιταμίνες; -Ναι, λέω αθώα εγώ, τις Centrum. -Όχι παιδί μου λέει αυτός, εννοώ βιταμίνες από φρούτα και λαχανικά. -Α, τέτοιες, όχι δεν παίρνω. -Να παίρνεις και να τρως καρότα που είναι καλά για τα μάτια. -Μάλιστα γιατρέ μου.
Μένω στην πλατεία Βικτωρίας. Στην πλατεία Βικτωρίας υπάρχουν πολλά μαγαζιά, Συγκεκριμένα καφετέριες και φαγάδικα, τίποτα το ιδιαίτερα συναρπαστικό δηλαδή.
Ούτε το διεφθαρμένο ή επικίνδυνο, μιλάω πάντα για πάνω στην πλατεία.
Όταν γυρίζω από την έξοδό μου, είναι συνήθως η ώρα που κλείνουν τα μαγαζιά, ή που έχουν μόλις κλείσει.
Μου αρέσει πολύ όταν βλέπω τις σκιές δύο κοριτσιών, μάλλον σερβιτόρες, που έχουν μείνει μόνες στην καφετέρια και μιλάνε με κλειστές τις πόρτες. Διακρίνω μόνο τα μαύρα προφίλ τους. Ή τα ζευγάρια που κάθονται στα άδεια τραπέζια. Ή την κυρία με στο αναπηρικό καροτσάκι, που πίνει την τελευταία της μπύρα, πάντα με έναν συνοδό.
Όσο κι αν με στενοχωρεί τα πρωινά η παρακμή της πλατείας, γεμάτη με γόπες, περιστέρια και καπάκια μπύρας, τόσο γλυκεία μου φαίνεται αυτή η τελευταία ευκαιρία για λύτρωση που δίνει κάθε βράδυ, την ώρα που κλείνουν τα μαγαζιά.
Κάποιοι θεωρούν τις ταινίες του Sirk σαπουνόπερες, ιλουστρασιόν σκουπίδια ή στην καλύτερη περίπτωση, ιστορικό camp.
Αυτές που είδα το καλοκαίρι στην ΕΤ1 μου φάνηκε ότι πέραν των εικαστικών επιτευγμάτων διαθέτουν και ψυχή. Εντάξει, κάποιοι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι, υπάρχει μια δόση υπερβολής, αλλά ο Sirk προσεγγίζει με μεγάλη κατανόηση τους πρωταγωνιστές του και με κριτικό πνεύμα τις κοινωνικές δομές της Αμερικής του 1950.
Μου είχε κάνει εντύπωση στο All Τhat Heaven Allows (αυτό το είχα δει παλιότερα, δεν το έχει παίξει ακόμα στο αφιέρωμα) το πορτραίτο της χήρας μητέρας, τα παιδιά της οποίας θεωρούν ότι δεν πρέπει να έχει ερωτική ζωή, απλώς επειδή δεν την βλέπουν σαν γυναίκα, αλλά σαν γηραιά κυρία, η οποία πρέπει να είναι χαρούμενη με μια τηλεόραση, τις επιτυχίες των παιδιών της και να μην τους ενοχλεί και πολύ. Τέτοιες λεπτότερες πτυχές της οικογενειακής ζωής δε θυμάμαι να είχε αγγίξει ο Haynes στη διασκευή του, Far from Heaven, η οποία ήταν πιο απλοϊκό μελό κι από τον Κατήφορο.
Τέλος πάντων, το κυριακάτικο αφιέρωμα της ΕΤ1 συνεχίζεται (μετά το χουνέρι που μας έκανε με το Tarnished Angels το οποίο σταμάτησε δέκα λεπτά πριν το τέλος και για μιάμιση ώρα περίπου, δείχνοντάς μας ειδήσεις και -το χειρότερο- Φόρμουλα 1).
Αυτή την Κυριακή στις 20:50 (ο Θεός και η Δημόσια Τηλεόραση να βάλουν το χέρι τους) προβάλλεται το Imitation of Life με τη θεά Lana Turner. Θεωρείται το αριστούργημά του, οπότε μη το χάσετε!
Αν μη τι άλλο, θα είναι χάρμα οφθαλμών.